Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013

Ἡ κοινοκτημοσύνη


ΤΑ ΑΣΚΗΤΙΚΑ ΤΗΣ ΕΝΟΡΙΑΣ


Β΄ Η ΜΟΝΑΧΙΚΗ ΚΑΙ Η ΚΟΣΜΙΚΗ ΕΝΟΡΙΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ 

3.Η ΠΡΩΤΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Ἡ κοινοκτημοσύνη


Ἡ ζωή τῶν πρώτων χριστιανῶν ἦταν κοινή, κοινή ἡ πολιτεία. Σχολιάζοντας ὁ ἱερός Χρυσόστομος τό χωρίο «πάντες δὲ οἱ πιστεύοντες ἦσαν ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ εἶχον ἅπαντα κοινά»17 λέγει: «Βλέπεις πόσο ἄμεση καί μεγάλη ἦταν ἡ ἀνταπόκριση καί ἡ πρόοδος καί ἡ ἐπίδοση στίς ἀρετές; Δέν εἶχαν μόνον κοινωνία στήν προσευχή καί στήν διδασκαλία, ἀλλά καί στόν τρόπο ζωῆς («πολιτεία») καί στήν περιουσία»18.

Ἡ κοινοκτημοσύνη καί ἡ κοινή ζωή εἶναι ἡ αὐθεντική χριστιανική ζωή. Σχολιάζει μάλιστα καί ὁ πρεσβύτερος Ἀμμώνιος: «Σημειωτέον ὅτι ὡς ἐπὶ μιᾶς ψυχῆς καὶ ἐπὶ ἑνὸς σώματος οὕτω δεῖ φρονεῖν περὶ παντὸς πιστοῦ· καὶ ὁ τῆς Ἐκκλησίας θεσμὸς κοινὸν βίον θέλει ἔχειν ἅπαντας μεθ’ ἑαυτῶν»19. Δηλαδή: «Ὁ θεσμός τῆς Ἐκκλησίας θέλει ὅλοι νά ἔχουν κοινό τόν βίο, δηλ. καί τά «ὑπάρχοντα» καί τήν ζωή».

Δέν πετοῦσαν, δεν σκορποῦσαν οὔτε σπαταλοῦσαν οἱ πρῶτοι χριστιανοί τά χρήματα, ὅπως κάποιοι εἰδωλολάτρες πού τά ἀπαξίωναν, ἀλλά ὅλοι τά εἶχαν ὅλα κοινά. Τά μοιράζονταν ἐξ ἴσου· τά δέ περισσεύματα τά πήγαιναν στούς φτωχούς. Ἡ ἀγάπη κυριαρχοῦσε ἀνάμεσά τους. «Ἡ ἀγάπη γέννησε τήν ἀκτημοσύνη» σχολιάζει ὁ ἱερός Χρυσόστομος20
Ἡ ἀνιδιοτελῆς καί θερμή πρός τούς ἀδελφούς τους ἀγάπη τούς ὁδηγοῦσε στήν ἀκτημοσύνη. Πράγματι ὅταν κανείς ἀγαπᾶ ἀληθινά, κενώνεται στόν πλησίον.

Ἐμπιστεύονταν τόν λόγο τοῦ Κυρίου πού μᾶς βεβαιώνει ὅτι «καὶ πᾶς ὅς ἀφῆκεν οἰκίας ἢ ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφὰς ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ τέκνα ἢ ἀγροὺς ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου, ἑκατονταπλασίονα λήψεται καὶ ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσει»21.

Αὐτό τό ρητό σήμερα μερικοί θεωροῦν ὅτι ἀναφέρεται μόνο στούς μοναχούς. Ὅμως αὐτό, τό θεωρούμενο σήμερα ὡς ἀποκλειστικά μοναχικό «κατόρθωμα», ἐκπληρωνόταν τότε ἀπό ὅλους τούς πιστούς. Ἐκεῖνοι, οἱ πρῶτοι ὀρθόδοξοι χριστιανοί, ζώντας μέσα στόν κόσμο, ἔγγαμοι καί ἄγαμοι, τό ἐκπλήρωναν μέ πολλή χαρά καί ἀκενοδοξία.Ἀπόδειξη ἦταν τό ὅτι δέν ὑπῆρχε κανένας φτωχός ἀνάμεσά τους. Διαβάζουμε στίς Πράξεις: «Οὐδὲ γὰρ ἐνδεής τις ὑπῆρχεν ἐν αὐτοῖς· ὅσοι γὰρ κτήτορες χωρίων ἢ οἰκιῶν ὑπῆρχον, πωλοῦντες, ἔφερον τὰς τιμὰς τῶν πιπρασκομένων καὶ ἐτίθουν παρὰ τοὺς πόδας τῶν ἀποστόλων»22. Δηλαδή ὅσοι εἶχαν χωράφια ἤ σπίτια τά πωλοῦσαν καί τά χρήματα πού εἰσέπρατταν ἀπό τήν πώληση τῶν περιουσιῶν τους τά ἔβαζαν στά πόδια τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. «Οὔτε κἄν στά χέρια τῶν Ἀποστόλων», παρατηρεῖ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, «δέν τολμοῦσαν νά τά δώσουν, οὔτε τά ἔδιναν μέ τῦφο καἱ ὑπερηφάνεια, ἀλλά στά πόδια τους τά ἔφερναν· τούς ἄφηναν νά γίνονται αὐτοί (δηλ. οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι) οἰκονόμοι καί τούς ἔκαναν κυρίους, ὥστε κάθε τί νά φαίνεται ὅτι προέρχεται ἀπό τά κοινά καί ὄχι ἀπό τά δικά τούς· διότι καί αὐτό (τό νά ἐλεοῦν αὐτοπροσώπως) μποροῦσε νά συμβάλλει στήν κενοδοξία (γι’ αὐτό καί ἀπέφευγαν νά δίνουν μόνοι τους ἐλεημοσύνη23.

Ἐπικρατοῦσε ἰσότης μεταξύ τους καί ζοῦσαν μιά ζωή πού ἔμοιαζε μέ ἐκείνη τῶν ἀγγέλων24.

«Αὐτό εἶναι ἡ ἀγγελική ζωή», λέγει ὁ Χρυσορρήμων, «τό νά μήν λέγει κανείς ὅτι κάτι εἶναι ἰδιοκτησία του»· «Τοῦτο πολιτεία ἀγγελικὴ͵ μηδὲν αὐτῶν λέγειν ἴδιον εἶναι»25.

Συνεχίζει δέ, μιλώντας γιά τούς πρώτους χριστιανούς, ὡς ἑξῆς: «Ἀμέσως ἡ ρίζα τῶν κακῶν κόπηκε· μ’ αὐτά πού ἔπρατταν ἔδειξαν τί ἄκουσαν· ἐφάρμοσαν αὐτό πού ἔλεγε: ‘’Σώθητε ἀπὸ τῆς γενεᾶς τῆς σκολιᾶς ταύτης’’26. Ἐνῶ ἦσαν πλούσιοι, μέ πολλή εὐχαρίστηση ἐπτώχευαν, ἐνθυμούμενοι τόν πλούσιο Θεό, πού πτώχευσε γιά αὐτούς»27.

Εἶναι ἐντυπωσιακό ὅτι καί ἡ ζωή στήν μοναστική Ἐνορία λέγεται «ἀγγελική» καί ὁ μοναχισμός καλεῖται «ἀγγελικό πολίτευμα». Ὁ μοναχός, μιμούμενος τούς πρώτους χριστιανούς, διά τῆς ἀκτημοσύνης κόβει τήν ρίζα ὅλων τῶν κακῶν, πού εἶναι ἡ φιλαργυρία. Διά τῆς γενικότερης δέ μίμησης ὅλης τῆς ζωῆς τῶν πρώτων Χριστιανῶν, ἐλευθερώνεται ἀπό τά πάθη καί θεώνεται.

Ἡ ἔμπρακτη μετάνοια τῶν πρώτων χριστιανῶν ἐκφράστηκε μέ τήν ἀποφασιστική ἀπομάκρυνση ἀπό τό φρόνημα τῆς «σκολιᾶς γενεᾶς ταύτης», ἀπό τό φρόνημα τοῦ «κόσμου», πού εἶναι ἡ δουλεία στόν «μαμωνᾶ»28 καί στά ἄλλα κύρια πάθη τήν φιληδονία-καλοπέραση-ἄνεση καί τήν φιλοδοξία. Ἡ ἀποταγή τοῦ πλούτου, τούς ἁγίασε πολύ σύντομα. Ἐπειδή, ὅπως λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος «προσῆλθαν μέ πολλή εὐλάβεια. Ἐπειδή δέν κυνηγοῦσαν τίς τιμές ὅπως τώρα· ἐπειδή εἶχαν μεταθέσει τήν διάνοιά τους στά μελλοντικά καί δέν προσδοκοῦσαν τίποτε ἀπό τά παρόντα. Αὐτό εἶναι τό δεῖγμα τῆς φλογισμένης ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα ψυχῆς, τό νά ζεῖ μέσα στά δεινά. Αὐτό θεωροῦσαν ἐκεῖνοι ὅτι εἶναι χριστιανισμός. Ἐμεῖς ὅμως ὄχι (παρατηρεῖ ὁ μεγάλος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας ἀπευθυνόμενος στούς χριστιανούς τῆς ἐποχῆς του). Διότι τώρα ζητᾶμε τίς ἐδῶ ἀνέσεις. Γι’ αὐτό καί δέν θά τίς ἐπιτύχουμε ἀκόμη καί τότε πού εἶναι ὁ καιρός τους...Θά πρέπει νά ποθήσουμε νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό ὅλα (γινόμενοι ἀκτήμονες, ἀπομακρύνοντας τίς βιωτικές φροντίδες) γιά νά μπορέσουμε νά νικήσουμε τίς ἀκάθαρτες δυνάμεις...Ἀκόμη καί ἄν δέν ὑπάρχει διάβολος, ἀκόμη καί ἄν κανένας δέν μᾶς ἀντιμάχεται ὑπάρχουν ἀπό παντοῦ μύριοι δρόμοι πού ὁδηγοῦν τόν φιλάργυρο στή γέεννα»29. Ἀναγκαία ἑπομένως γιά τήν σωτηρία ὄχι μόνο ἡ ἀποβολή τῶν χρημάτων ἀλλά καί τῆς φιλοχρηματίας καθώς καί τῆς ἀγάπης γιά τήν ἀπόλαυση - ἄνεση - σωματική ἡδονή. Τό παράδειγμα τῶν πρώτων χριστιανῶν πού ἀγαποῦσαν τήν κακοπάθεια τῆς φτώχειας καί τήν ταύτιζαν μέ τήν χριστιανική ζωή, ὅπως τονίζει τό χρυσό στόμα τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι πράγματι ὁδηγητικό γιά ὅλους μας. Αὐτό ἀκριβῶς, τό ἰδεῶδες τῆς ἑκούσιας πτώχευσης καί τῆς ἀκτημοσύνης, διαφυλάχθηκε στήν μοναστική Ἐνορία, στό ὀρθόδοξο Μοναστήρι.

Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο:«Τά ἀσκητικά τῆς Ἐνορίας» (Ἱερομονάχου Σάββα Ἁγιορείτου) πού σύν Θεῶ θά ἐκδοθεῖ σύντομα 

17 Πράξ. 2,44.

18 Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ ΧρυσοστόμουTLG Work #154 60.64.41 to Work #154 60.64.43 «Ὅρα εὐθέως ὅση  ἐπίδοσιςΟὐ γὰρ ἐν ταῖς εὐχαῖς μόνον  κοινωνία͵ οὐδὲἐν τῇ διδασκαλίᾳ͵ ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ πολιτείᾳ».

19 Ἀμμωνίου Πρεσβυτέρου, TLG, Catenae (Novum Testamentum) Work #008 54.29 to Work #008 54.33«Σημειωτέον ὅτι ὡς ἐπὶ μιᾶς ψυχῆς καὶ ἐπὶ ἑνὸς σώματοςοὕτω δεῖ φρονεῖν περὶ παντὸς πιστοῦ· καὶ  τῆς Ἐκκλησίας θεσμὸς κοινὸν βίον θέλειἔχειν ἅπαντας μεθ΄ ἑαυτῶν».

20 Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ ΧρυσοστόμουTLG Work #154 60.94.29 to Work #154 60.94. Εἰπὲ δή μοι͵  ἀγάπη τὴν ἀκτημοσύνην ἔτεκεν͵   ἀκτημοσύνη τὴν ἀγάπην; Ἐμοὶδοκεῖ  ἀγάπη τὴν ἀκτημοσύνην͵  καὶ ἐπέσφιγγεν αὐτὴν μᾶλλονἌκουε δὲ καὶ τί φησιν·Πάντων ἦν  καρδία καὶ  ψυχὴ μίαἸδοὺ καρδία καὶ ψυχὴ τὸ αὐτόΚαὶ οὐδὲ εἷς τι τῶνὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι͵ ἀλλ΄ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά».

21 Ματθ.19, 29.

22 Πράξ. 4, 34.

23 Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ ΧρυσοστόμουTLG Work #008 82.32 to Work #008 83.30«Χάρις τε ἦν μεγάλη ἐπὶ πάντας αὐτούς· οὐδὲ γὰρ ἦν ἐνδεής τις ἐν αὐτοῖς». Τοῦ αὐτοῦ:Καθάπερ ἐγχειρισθέντας αὐτούς τι δείκνυσι͵ καὶ ὡς περὶ ὀφλήματος λέγει· τουτέστι τὸμαρτύριον μετὰ παρρησίας πᾶσιν ἀνταπεδίδουνΤοῦ αὐτοῦΚαθάπερ ἐν οἰκίᾳ πατρικῇτέως ὁμότιμοι πάντες οὕτω διέκειντοοὐκ ἔνι εἰπεῖν ὅτι ἔτρεφον μὲν τοὺς ἄλλους· ὡς ἐξἰδίων δὲ τρέφοντες οὕτω διέκειντοἀλλὰ τὸ θαυμαστὸν τοῦτό ἐστιν͵ ὅτι ἑαυτῶνἀποστήσαντες τὰ πράγματα οὕτως ἔτρεφον· ἵνα μηκέτι ὡς ἐξ ἰδίων ἀλλ΄ ὡς ἐκ κοινῶντρέφωσιΤοῦ αὐτοῦΔιὰ τοῦτο ἦν χάρις͵ ὅτι οὐδεὶς ἦν ἐνδεής· τουτ έστιν͵ ἀπὸ τῆςπολλῆς προθυμίας τῶν ἐπιδιδόντων οὐδεὶς ἦν ἐνδεήςΤοῦ αὐτοῦΝῦν πληροῦται τὸ ἐντῷ Δευτερονομίῳ εἰρημένον· ὅτι οὐκ ἔσται ἔν σοι ἐνδεής· ὅτι εὐλογῶν εὐλογήσει σεΚύριος  Θεός σου ἐν τῇ γῇ͵  Κύριος  Θεός σου δίδωσί σοιὍσοι γὰρ κτήτορεςχωρίων  οἰκιῶν ὑπῆρχον͵ πωλοῦντες ἔφερον τὰς τιμὰς τῶν πιπρασκομένωνΤοῦ αὐτοῦ.Ἐνταῦθα εἰς ἔργον ἐξέβη τὸ ὑπὸ τοῦ Κυρίου εἰ ρημένον͵ ὅστις ἀφῆκεν ἄγρους  οἰκίαςἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου͵ ἑκατονταπλασίονα λήψεται ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ͵ καὶ ζωὴναἰώνιον κληρονομήσει· κάλαμον γὰρ καὶ δίκτυον ἀφέντες͵ τὰς πάντων οὐσίας͵ μετ΄ἐξουσίας εἶχον τὰς τιμὰς τῶν οἰκιῶν καὶ τῶν χωρίων καὶ αὐτὰ τὰ σώματα τῶνπιστευόντων· καὶ σφαγῆναι γὰρ ὑπὲρ αὐτῶν πολλάκις εἵλοντο· ὡς καὶ Παῦλος πολλοῖςμαρτυρεῖΚαὶ ἐτίθουν παρὰ τοὺς πόδας τῶν Ἀποστόλων· διεδίδοτο δὲ ἑκάστῳ καθότι ἄντις χρείαν εἶχενΤοῦ αὐτοῦΠολλὴ  τιμή· παρὰ τοὺς πόδας͵ φησὶ τῶν Ἀποστόλωνἐτίθουν· οὔτε εἰς χεῖρας ἐτόλμων δοῦναι· οὔτε δὲ τετυφωμένως παρεῖχον͵ ἀλλὰ παρὰτοὺς πόδας ἔφερον· αὐτοὺς οἰκονόμους ἠφίεσαν γενέσθαι͵ καὶ κυρίους ἐποίουν͵ ἵνα ὡςἐκ κοινῶν λοιπὸν ἀναλέγηται͵ μηκέτι ἐξ ἰδίων· τοῦτο καὶ πρὸς τὸ κενόδοξον αὐτοῖςσυνεβάλλετο.

24 Βλ.Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ ΧρυσοστόμουTLG Work #008 54.27 to Work #008 54.28 «Καὶ τὰ κτήματα καὶ τὰς ὑπάρξεις ἐπίπρασκον͵ καὶ διεμέριζον αὐτὰ πᾶσι͵ καθότιἄν τις χρείαν εἶχε». Ἐπίσης βλἉγίου Ἰωάννου ΧρυσοστόμουTLG Work #154 60.65.60

25 Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ ΧρυσοστόμουTLG Work #154 60.64.45 to Work #154 60.65.61. «Οὐχ ἁπλῶς καθάπερ οἱ παρ΄ Ἕλλησι σοφοὶ͵ οἱ μὲν ἀνῆκαν τὴν γῆν͵ οἱ δὲ εἰςθάλασσαν ἔρριψαν πολὺ χρυσίον· τοῦτο δὲ οὐχ ὑπεροψίᾳ χρημάτων͵ ἀλλὰ μωρίᾳ καὶἀνοίᾳἐσπούδασε γὰρ  Διάβολος ἀεὶ τοῦ Θεοῦ τὰ κτίσματα διαβάλλειν͵ ὡς οὐκ ἐνὸνκαλῶς χρήσασθαι χρήμασιν... ἐνταῦθα δὲ οὐδεὶς ἕτερος ἑτέρου πλεῖον εἶχε͵ καὶ ταχέωςἦλθεν ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἐπὶ τὸ πᾶσι διαδιδόναι... τοῦτο πολιτεία ἀγγελικὴ͵ μηδὲν αὐτῶνλέγειν ἴδιον εἶναι».

26 Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ ΧρυσοστόμουTLG Work #154 60.66.1 to Work #154 60.66.2

27 Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ,TLG, Work #154 60.64.41 to Work #154 60.65.16 « εὐθέως  ῥίζα τῶν κακῶν ἐξεκόπη· δι΄ ὧν ἔπραττον ἔδειξαν  ἤκουσαν·τοῦτο ἦν  ἔλεγε͵ σώθητε ἀπὸ τῆς γενεᾶς τῆς σκολιᾶς ταύτηςΠλούσιοι ὄντες ἡδέωςἐπτώχευον͵ μεμνημένοι τοῦ δι΄ αὐτοὺς πτωχεύσαντος πλουσίου Θεοῦ». Παρατηρεῖ δέ: « Work #008 54.24 to Work #008 54.26 οὐ γὰρ ἐν ταῖς εὐχαῖς μόνον  κοινωνία͵ οὐδὲ ἐντῇ διδασκαλίᾳ͵ ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ πολιτείᾳΚαὶ τὰ κτήματα καὶ τὰς ὑπάρξεις ἐπίπρασκον͵καὶ διεμέριζον αὐτὰ πᾶσι͵ καθότι ἄν τις χρείαν εἶχε». Σημειώνει πάλι  ἱερόςΧρυσόστομος: «Ὅρα͵ πόσος φόβος αὐτοῖς ἐνεγένετο; «Καὶ διεμέριζον αὐτά». Τοῦτοεἶπε͵ τὸ οἰκονομικὸν δηλῶνΚαθότι ἄν τις χρείαν εἶχενΟὐχ ἁπλῶς͵ καθάπερ οἱ παρ΄Ἕλλησι φιλόσοφοι͵ οἱ μὲν ἀνῆκαν τὴν γῆν͵ οἱ δὲ εἰς θάλασσαν ἔῤῥιψαν πολὺ χρυσίον͵ὅπερ οὐχ ὑπεροψίᾳ χρημάτων ἦν͵ ἀλλὰ μωρία καὶ ἄνοιαΠανταχοῦ γὰρ ἐσπούδασεν διάβολος ἀεὶ τοῦ Θεοῦ τὰ κτίσματα διαβάλλειν͵ ὡς οὐκ ἐνὸν καλῶς χρήσασθαιχρήμασι. «Καθ΄ ἡμέραν τε προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδὸν ἐν τῷ ἱερῷ». Ἐνταῦθα τὸντρόπον διδάσκει͵ καθ΄ ὃν τῆς διδασκαλίας ἀπέλαυονβΚαὶ σκόπει͵ πῶς οὐδὲνἐποίουν ἕτερον Ἰουδαῖοι͵ οὐ μικρὸν͵ οὐ μέγα͵ ἀλλὰ τῷ ἱερῷ προσήδρευονἍτε γὰρσπουδαιότεροι γεγενημένοι͵ καὶ περὶ τὸν τόπον εὐλάβειαν πλείονα εἶχονΟὐ γὰρἀπέσπων αὐτοὺς οἱ ἀπόστολοι τέως͵ ὥστε μὴ βλάψαι. ».

28 Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ ΧρυσοστόμουTLG Work #154 60.66.11 to Work#15460.66.29.

29 Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ,TLG, Work #154 60.67.48 to Work #154 60.68.54 «Εἰ δὲ θαυμάζοι τις͵ πόθεν μὲν παρὰ τὴν ἀρχὴν τοιοῦτοι γεγόνασι͵ νῦν δὲ οὐτοιοῦτοι͵ μαθέτω τὴν θλῖψιν αἰτίαν͵ τὴν διδάσκαλον τῆς φιλοσοφίας͵ τὴν μητέρα τῆςεὐλαβείαςὍτε χρημάτων ἀναίρεσις ἦν͵ τότε οὐδὲ πονηρία ἦνΝαὶ͵ φησίν· αὐτὸ γὰρτοῦτο ἐρωτῶ· νῦν δὲ πόθεν  τοσαύτη πονηρία· πόθεν ἐκείνοις μὲν ἐπῆλθε τοῖςτρισχιλίοις καὶ πεντακισχιλίοις εὐθέως ἑλέσθαι τὴν ἀρετὴν͵ καὶ ὁμοῦ οὕτως ἐγένοντοφιλόσοφοι͵ νῦν δὲ μόλις εἷς εὑρίσκεται; τότε δὲ οὕτω συνεφώνουν; τί τὸ ποιῆσαν αὐτοὺςσφοδροὺς καὶ διεγηγερμένους; τί αὐτοὺς ἄφνω ἐπύρωσεν; Ἐπειδὴ μετὰ πολλῆςπροσῆλθον τῆς εὐλαβείας· ἐπειδὴ τὰ τῶν τιμῶν οὐκ ἦν καθάπερ νῦν· ἐπειδὴ πρὸς τὰμέλλοντα μετέστησαν αὐτῶν τὴν διάνοιαν͵ καὶ οὐδὲν τῶν παρόντων προσεδόκωνΤοῦτόἐστι πεπυρωμένης ψυχῆς͵ τὸ τοῖς δεινοῖς ἐνστρέφεσθαι· τοῦτο ἐνόμιζον ἐκεῖνοιχριστιανισμὸν εἶναιἈλλ΄ οὐχ ἡμεῖς· νῦν γὰρ τὰς ἀνέσεις ἐνταῦθα ζητοῦμενΔιὰ τοῦτοοὐδὲ͵ ὅταν δέῃ͵ τούτων ἐπιτευξόμεθαΤί ποιήσωμεν͵ ἠρώ των ἐκεῖνοι͵ ἀπογινώσκοντεςἑαυτῶν; Ὑμεῖς δὲ τὸ ἐναντίον͵ Τί ποιήσομεν; λέγομεν ἐπιδεικνύμενοι πρὸς τοὺςπαρόντας͵ καὶ μέγα φρονοῦντες ἐφ΄ ἑαυτοῖςἍπερ ἔδει γενέσθαι ἐποίουν ἐκεῖνοι͵ ἡμεῖςδὲ τοὐναντίονΚατέγνωσαν ἑαυτῶν ἐκεῖνοι͵ ἀπέγνωσαν αὐτῶν τῆς σωτηρίας· διὰ τοῦτοτοιοῦτοι γεγόνασινἜγνωσαν ὅσον ἔλαβον δῶρον.Πῶς δὲ ὑμεῖς ἔσεσθε τοιοῦτοι͵ἀπεναντίας ἐκείνοις ἅπαντα πράττοντες; Ἐκεῖνοι ἅμα ἤκουσαν καὶ ἐβαπτίσαντο· οὐκεἶπον ταῦτα τὰ ῥήματα τὰ ψυχρὰ͵ ἅπερ ἡμεῖς νῦν͵ οὐδὲ τὴν ἀναβολὴν ἐπραγματεύσαντο·καίτοι γε οὐ πάντα ἤκουσαν τὰ δικαιώματα͵ ἀλλὰ μόνον͵ τὸ͵ Σώθητε ἀπὸ τῆς γενεᾶςταύτηςΟὐκ ὀκνηροὺς αὐτοὺς ἐποίησεν͵ ἀλλὰ ἀπεδέξαντο τοὺς λόγους· καὶ ὅτιἀπεδέξαντο͵ διὰ τῶν ἔργων ἐδήλωσαν͵ καὶ ἔδειξαν ἑαυτοὺς τίνες ἦσανἍμα γὰρἐνέβησαν εἰς τὸν ἀγῶνα͵ ἀπεδύσαντο τὰ ἱμάτια· ἡμεῖς δὲ ἐμβαίνοντες͵ μετὰ ἱματίωνπαλαίειν βουλόμεθαΔιὰ τοῦτο οὐ δεῖται πόνων  ἀνταγωνιστὴς͵ ἀλλ΄ ἐν αὐτοῖςπεριπλακέντες πολλάκις κατηνέχθημενΤαὐτὸν γὰρ ποιοῦμεν͵ ὥσπερ ἂν εἴ τις ἄνδραἀθλητὴν κεκονιμένον μέλανα͵ γυμνούμενον ἰδὼν͵ πολὺν καὶ ἀπὸ τῆς ἄμμου καὶ τοῦ ἡλίουπηλὸν ἔχοντα͵ καὶ ἀνακεχρωσμένον τῷ ἐλαίῳ͵ καὶ τῷ ἱδρῶτι͵ καὶ τῷ πηλῷ͵ αὐτὸς μύρωνὄζων͵ σηρικὰ λαβὼν ἱμάτια καὶ χρυσᾶ ὑποδήματα͵ καὶ στολὴν μέχρι σφυρῶνκαθιεμένην͵ καὶ χρυσία περὶ τὴν κεφαλὴν͵ συμπλέκοιτο εἰσιών γὰρ τοιοῦτος οὐκἐμποδισθήσεται μόνον͵ ἀλλὰ καὶ πᾶσαν τὴν φροντίδα περὶ τὸ μὴ μολῦναι μηδὲδιαῤῥῆξαι τοὺς χιτῶνας ἔχων͵ ἐκ πρώτης εὐθέως προσβολῆς πεσεῖται͵ καὶ ὅπερδέδοικεν͵ εὐθέως τοῦτο πείσεται͵ περὶ ἐκεῖνα τὰ καίρια τὴν ζημίαν λαβώνΚαιρὸςἀγῶνος ἐνέστηκε· σὺ δὲ περιβάλλῃ σηρικά; καιρὸς γυμνασίας͵ καιρὸς σταδίου· σὺ δὲκαθάπερ ἐν πομπῇ κοσμεῖς σαυτόν; Καὶ πῶς περιέσῃ; Μή μοι πρὸς τὰ ἔξω ἴδῃς͵ ἀλλὰπρὸς τὰ ἔσωΤαῖς γὰρ τούτων φροντίσι͵ καθάπερ σχοινίοις χαλεποῖς͵ πάντοθεν  ψυχὴσυνδέδεται͵ χεῖρα οὐκ ἐῶσα ἀντᾶραι͵ οὐδὲ ἐπανατείνασθαι τῷ πολεμίῳ͵ μαλακοὺςἐργαζομένη καὶ ἁπαλούςἈγαπητὸν͵ πάντων ἀπαλλαγέντα δυνηθῆναι περιγενέσθαι τῆςἀκαθάρτου δυνάμεως ἐκείνηςΔιὰ τοῦτο καὶ  Χριστὸς͵ ὡς οὐκ ἀρκούσης τῆς τῶνχρημάτων μόνον ἀποβολῆς͵ ὅρα τί φησιΠώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα͵ καὶ δὸς πτωχοῖς͵καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοιΕἰ δὲ͵ οὐδὲ ὅταν ἀποδυσώμεθα τὰ χρήματα͵ οὐδέπω ἐνἀσφαλείᾳ ἑστήκαμεν͵ ἀλλὰ καὶ ἑτέρας τινὸς τέχνης καὶ ἀκριβείας ἡμῖν δεῖ· πολλῷμᾶλλον ἔχοντες͵ οὐδὲν ἐργασόμεθα μέγα͵ ἀλλὰ καταγέλαστοι καὶ τοῖς θεαταῖς καὶαὐτῷ γενησόμεθα τῷ πονηρῷΚἂν γὰρ διάβολος μὴ ᾖ͵ κἂν  παλαίων μηδεὶς ᾖ͵ μυρίαιπάντοθεν ὁδοὶ πρὸς τὴν γέενναν τὸν φιλοχρήματον ἄγουσι».

Δεν υπάρχουν σχόλια: