Δευτέρα 10 Ιουνίου 2013

Κυριακή του θεραπευθέντος υπό του Ιησού εκ γενετής τυφλού (Ιωάννου 9, 1-38)


Μιχαήλ Χούλη, Θεολόγου
Αν και πολλές φορές σήκωσαν οι Ιουδαίοι πέτρες από το έδαφος για να λιθοβολήσουν τον Ιησού, και πολλές φορές τον προσέβαλαν και επιχείρησαν να τον εξοντώσουν (λ.χ. Ιωάννη: 8,37/41/48/52/59), εν τούτοις, από την μεγάλη του αγάπη για τους ανθρώπους, θαυματουργεί ο Κύριος συνεχώς μέσα στην ιστορία και γιατρεύει «από κάθε ασθένεια και αδυναμία» (Ματθ. 4,23) το λαό. Πράγματι, «διήλθεν ευεργετών και ιώμενος πάντας» (Πράξ. 10,38). Δεν δικαιούμεθα επομένως να απελπιζόμαστε, αφού μας συντρέχει ο μέγιστος ιατρός, ο Ιησούς Χριστός. Το σημερινό μας παράδειγμα, που είναι από τα πλέον εκπληκτικά, αφορά την περίπτωση θεραπείας ενός εκ της γεννήσεώς του τυφλού, γεγονός πού ποτέ άλλοτε ιστορικά δεν συνέβη. 

Καθώς πήγαινε στο δρόμο του ο Ιησούς, είδε έναν άνθρωπο που είχε γεννηθεί τυφλός. [Ο Χριστός πλησίασε πρώτος τον τυφλό, διότι ο Θεός δεν παραθεωρεί κανέναν άνθρωπο που με εσωτερική φωνή και πίστη απευθύνεται προς Αυτόν]. Τον ρώτησαν λοιπόν οι μαθητές Του: «Διδάσκαλε, ποιος αμάρτησε και γεννήθηκε αυτός τυφλός, ο ίδιος ή οι γονείς του;» [Σύμφωνα με το Ταλμούδ ευθύνονται και τα έμβρυα για τη διάπραξη αμαρτιών, αλλά και οι αμαρτίες των γονέων πίστευαν ότι κληρονομούνται στα τέκνα τους. Μ’ αυτή την αντίληψη προσπαθούσαν επιπλέον να δικαιολογήσουν το γιατί γεννιούνται παιδιά με ποικίλες ψυχοσωματικές παθήσεις. Βέβαια προφήτες όπως ο Ιερεμίας και ο Ιεζεκιήλ τόνισαν τον προσωπικό παράγοντα στην διάπραξη της αμαρτίας]. Ο Ιησούς απάντησε: «Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά γεννήθηκε τυφλός για να φανερωθεί η δύναμη των έργων του Θεού πάνω σ’ αυτόν». [Το κακό, ο πόνος, η ασθένεια, ο θάνατος, δεν είναι πάντα συνέπειες προσωπικών αμαρτιών, αλλά είτε συνέπειες της ατελούς φυσικής πραγματικότητας που μας περιβάλλει, είτε συνέπειες της αδύναμης ατομικής μας φύσης, δεδομένου ότι, η πρωταρχική αποτυχία των πρωτοπλάστων να μείνουν σε κοινωνία με το Θεό, συμπαρέσυρε τα πάντα προς το κακό. Ο πόνος όμως, το κακό, η ασθένεια, η ανέχεια, η λύπη κ.λπ. που παρατηρούνται στον κόσμο, προκαλούν θετικά την παρέμβαση του θείου ελέους, τη θαυματουργική ευσπλαχνία του Θεού, και έχουν σκοπό να αποκαλύψουν τον Ιησού ως τον παρόντα στην ιστορία Κύριο. Η τύφλωση επομένως, και ο θάνατος ακόμη, μετατρέπονται σε φως και ζωή εκ του τάφου με τη δύναμη του Θεού –βλ. περιστατικά θεραπείας παραλυτικών και ανάσταση Λαζάρου]. «Όσο διαρκεί η μέρα πρέπει να εκτελώ τα έργα εκείνου που με έστειλε», συνέχισε ο Ιησούς. «Έρχεται η νύχτα, οπότε κανένας δεν μπορεί να εργάζεται». [Όλες οι ημέρες που εργάζεται κάποιος υπέρ Θεού και ανθρώπων θεωρούνται «Η ημέρα». Δεν διαχωρίζονται σε καθημερινές και Σάββατα (Κυριακές για μας πλέον). Μάλιστα ο Υιός εργάζεται όπως ο Πατέρας, ασταμάτητα, (βλ. και Ιω. 5,17) αν και στον κόσμο έχει περιορισμένο χρόνο -αφού πλησιάζει η σύλληψη και σταύρωσή Του (η δική Του νύχτα)- για να τελέσει το έργο του Πατρός και αποκαλύψει τη δική Του θεότητα]. Όσο είμαι σ’ αυτόν τον κόσμο είμαι το φως για τον κόσμο», αποκαλύπτει ο Κύριος. [Ο Χριστός είναι το φως, το νόημα και η αλήθεια του κόσμου, άνευ του οποίου ο κόσμος φαντάζει σαν σβησμένο λυχνάρι και σπασμένος φάρος, ώστε ουδεμία ωφέλεια έχει. Οι οφθαλμοί μας επομένως, μόνο μέσω Αυτού ατενίζουν το όντως άκτιστο φως του Τριαδικού Θεού]. 

Όταν τα είπε αυτά ο Ιησούς, έφτυσε κάτω, έφτιαξε πηλό από το φτύμα, άλειψε με τον πηλό τα μάτια του τυφλού [κάνει την τύφλωση βαθύτερη για να φανεί στο τέλος ότι μόνο εκ Θεού έγινε το θαύμα, αλλά και ότι αυτός που δίνει το πραγματικό φως είναι μόνο ο Λόγος του Θεού, όπως και τότε έπραξε στον Αδάμ, μέσα στην Εδέμ], και του είπε: «Πήγαινε να νιφτείς στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ» [τον έστειλε μακριά για να ενεργοποιηθεί η πίστη του και να συνεργαστεί για τη σωτηρία του] –που σημαίνει “Απεσταλμένος από το Θεό”. [Απεσταλμένος ως Υιός του Θεού ο Ιησούς, το ζων ύδωρ, αλλά και ο πρώην στην συνέχεια τυφλός, ως απόστολος πλέον του Χριστού (Βαρτίμαιος ήταν το όνομά του)]. Ξεκίνησε λοιπόν ο άνθρωπος, πήγε και νίφτηκε και, όταν γύρισε πίσω [υπάκουσε δηλαδή στη θεία εντολή], έβλεπε. [Υποδηλώνει ίσως και το μυστήριο του Βαπτίσματος, που είναι η αρχή του πνευματικού φωτός, αλλά και ότι τώρα βλέπει σωματικά, ενώ μέσα του διενεργούνται οι αρχές της πραγματικής του στροφής στον Χριστό, που είναι ο χορηγός πασών των αγαθών]. Τότε οι γείτονες και όσοι τον έβλεπαν προηγουμένως ότι ήταν τυφλός, έλεγαν: «Αυτός δεν είναι ο άνθρωπος που καθόταν εδώ και ζητιάνευε;» [Ζητούσε ελεημοσύνη, αλλά την βρήκε τελεία μόνο από τον πανοικτίρμονα Θεό]. Μερικοί έλεγαν: «Αυτός είναι», ενώ άλλοι έλεγαν: «Είναι κάποιος που του μοιάζει». [Άρα η πάθησή του ήταν πραγματική, αφού τον γνώριζαν για πολλά χρόνια πολλοί άνθρωποι, ότι ήταν δηλαδή πράγματι τυφλός]. Ο ίδιος όμως έλεγε: «Εγώ είμαι». [Ενίοτε αλλάζει και η εξωτερική εμφάνιση κάποιου μετανιωμένου και αναγεννημένου ανθρώπου, που ζούσε κάποτε μέσα στην κακία και ανομία]. Τότε τον ρωτούσαν: Πώς λοιπόν άνοιξαν τα μάτια σου;» Εκείνος απάντησε: «Ένας άνθρωπος που τον λένε Ιησού έκανε πηλό, μου άλειψε τα μάτια και μου είπε: ‘πήγαινε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ και νίψου’. Πήγα λοιπόν εκεί, νίφτηκα και βρήκα το φως μου». Τον ρώτησαν λοιπόν: «Πού είναι ο άνθρωπος εκείνος;» [Η ερώτηση δεν είναι από ενδιαφέρον για τον Ιησού αλλά από φθόνο]. «Δεν ξέρω», τους απάντησε. [Στην αρχή η πίστη του είναι ατελής, αλλά ο Ιησούς φροντίζει κατόπιν να την αυξήσει, όπως και σε κάθε άνθρωπο συμβαίνει, αν είναι γνήσιος αναζητητής της αλήθειας, όπως ο θεραπευθείς τυφλός. Μάλιστα δεν ήθελε πολλές συζητήσεις ο πρώην τυφλός, ούτε δόξα και διαφήμιση, πράγμα που δείχνει πως ήταν αληθής και ταπεινός]. 

Τον έφεραν τότε στους Φαρισαίους, τον άνθρωπο που ήταν άλλοτε τυφλός [για να βρουν πρόφαση εναντίον του Χριστού]. Η μέρα που έφτιαξε ο Ιησούς τον πηλό και του άνοιξε τα μάτια ήταν Σάββατο [Απαγορευόταν να χρησιμοποιηθεί τη μέρα αυτή ο πηλός για ιατρική χρήση]. Άρχισαν λοιπόν και οι Φαρισαίοι να τον ρωτούν πάλι πώς απέκτησε το φως του. Αυτός τούς απάντησε: «Έβαλε πάνω στα μάτια μου πηλό, νίφτηκα και βλέπω». Μερικοί από τους Φαρισαίους έλεγαν: «Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι σταλμένος από το Θεό, γιατί δεν τηρεί την αργία του Σαββάτου». [Ο Χριστός βέβαια δεν παραβίασε την εντολή του Σαββάτου, αλλά τις εσφαλμένες απόψεις περί του Σαββάτου που είχαν οι Ιουδαίοι στην εποχή Του. Διότι οι αληθείς ευεργεσίες δεν έχουν όρους και όρια]. Άλλοι όμως έλεγαν: «Πώς μπορεί ένας αμαρτωλός άνθρωπος να κάνει τέτοια σημεία; [Επομένως γνώριζαν για τα πολλά και μοναδικά θαύματα που τελούσε ο Ιησούς, και ως εκ τούτου η στάση τους ήταν αδικαιολόγητη]. Και υπήρχε διχογνωμία ανάμεσά τους. [Μέχρι σήμερα ο Χριστός είναι ‘σημείον αντιλεγόμενον’ (Λουκ. 2,34-35), δηλαδή διαφωνίας και συμφωνίας πολλών με την πίστη της Εκκλησίας. Ο εγωισμός επίσης των Φαρισαίων δεν τους άφηνε να διαγνώσουν τη θεία αποστολή του Ιησού και την ταυτότητά Του (ως προς την ουσία) με τον Θεό Πατέρα. Εμφανίζονταν ως δικαστές κατά του Ιησού, ενώ θα έπρεπε να ταπεινωθούν μπροστά στο πλήθος των θαυμάτων Του. Τους ενοχλούσαν ιδίως οι θεραπείες του Χριστού κατά τα Σάββατα. Αφού είναι παραβάτης του Νόμου, δεν μπορεί να είναι εκ Θεού, ισχυρίζονταν. Θα έπρεπε αντίθετα να χαιρόντουσαν για τις θεραπείες. Άρα δεν αγαπούσαν, παρά μόνο κινούνταν και σκεπτόντουσαν ιδιοτελώς]. Ρωτούν λοιπόν πάλι τον τυφλό: «Εσύ τι λες γι’ αυτόν; Πώς εξηγείς ότι σου άνοιξε τα μάτια;» Κι εκείνος τους απάντησε: «Είναι προφήτης». [Αναγνωρίζει ότι ο Ιησούς προέρχεται εκ Θεού. Ένας απλός και άδολος άνθρωπος μπορεί εύκολα να πάει στον Παράδεισο, με την αγνή και ανιδιοτελή πίστη που νοιώθει και εφαρμόζει, σε αντίθεση με κάποιους μορφωμένους και ορθολογιστές, που κολλάνε στο γράμμα του νόμου ή ενδιαφέρονται μόνο για τους τύπους, χωρίς να έχουν γνήσιο και πλούσιο εσωτερικό κόσμο και αγάπη προς τους άλλους]. 

Οι Ιουδαίοι όμως δεν εννοούσαν να πιστέψουν πως αυτός ήταν τυφλός κι απέκτησε το φως του [υποψιάζονται συμπαιγνία μεταξύ τυφλού και Ιησού, ταχυδακτυλουργία, έτσι ώστε συμπεραίνουμε πως τα Ευαγγέλια δεν καλύπτουν την αλήθεια, αλλά παρουσιάζουν όλες τις απόψεις της εποχής και δεν αιθεροβατούν. Επιπλέον, χειροτερεύει η απιστία κάποιων ιουδαϊκών κύκλων, ενώ του ιαθέντος τυφλού αυξάνεται], ώσπου κάλεσαν τους γονείς του ανθρώπου και τους ρώτησαν: «Αυτός είναι ο γιος σας, που λέτε ότι γεννήθηκε τυφλός; Πώς λοιπόν τώρα βλέπει;» [Χρησιμοποίησαν απειλητικό και εκφοβιστικό ύφος για να κερδίσουν εντυπώσεις]. Οι γονείς του τότε αποκρίθηκαν: «Ξέρουμε πως αυτός είναι ο γιος μας κι ότι γεννήθηκε τυφλός, πώς όμως τώρα βλέπει δεν το ξέρουμε, ή ποιος του άνοιξε τα μάτια εμείς δεν το γνωρίζουμε. Ρωτήστε τον ίδιο. Ενήλικος είναι, αυτός μπορεί να μιλήσει για τον εαυτόν του». Αυτά είπαν οι γονείς του, από φόβο προς τους Ιουδαίους. Γιατί οι Ιουδαίοι άρχοντες είχαν κιόλας συμφωνήσει να αφορίζεται από τη συναγωγή όποιος παραδεχτεί πως ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας. Γι’ αυτό είπαν οι γονείς του «ενήλικος είναι, ρωτήστε τον ίδιο». [Στα χρόνια του ευαγγελιστή Ιωάννη (τέλη του α΄ μ.Χ. αιώνα) η χριστιανική ιδιότητα επέφερε διωγμούς και απομάκρυνση ακόμη και από το Ιουδαϊκό έθνος. Αυτή την έννοια έχει το ρήμα «συνετέθειντο» στο πρωτότυπο κείμενο, ότι δηλαδή είχαν συμφωνήσει οι Ιουδαίοι, είχαν κοινή γραμμή, ως προς την αποπομπή των Ιουδαιοχριστιανών και την εχθρική τους στάση προς την νεοσύστατη Εκκλησία]. 

Κάλεσαν λοιπόν για δεύτερη φορά τον άνθρωπο που ήταν πριν τυφλός και του είπαν: «Πες την αλήθεια ενώπιον του Θεού. Εμείς ξέρουμε ότι ο άνθρωπος αυτός είναι αμαρτωλός». Εκείνος τότε τους απάντησε: «Αν είναι αμαρτωλός δεν το γνωρίζω. Ένα ξέρω, ότι ενώ ήμουνα τυφλός, τώρα βλέπω». [Ένας πρώην τυφλός και αγράμματος άνθρωπος μαθαίνει θεολογικά γράμματα στους δήθεν μορφωμένους κατά Θεόν διδασκάλους του Ισραήλ. Αφού οι Ιουδαίοι δεν μπόρεσαν να αποδείξουν πλάνη τη θεραπεία, αναγκάζονται τώρα να προσπαθήσουν να δείξουν ότι έγινε με δαιμονική συνέργεια. Αντίθετα ο πρώην τυφλός έδωσε μαρτυρία για τον Χριστό ευθαρσώς. Μάλιστα μεταθέτει την συζήτηση σ’ αυτό καθεαυτό το θαύμα, που ως γεγονός δεν μπορεί να αμφισβητηθεί]. Τον ρώτησαν πάλι: «Τι σου έκανε; Πώς σου άνοιξε τα μάτια;» «Σας το είπα κιόλας», τους αποκρίθηκε, «αλλά δεν πειστήκατε. Γιατί θέλετε να το ξανακούσετε; [Έχετε έτοιμη δηλαδή την καταδίκη Του, όσο κι αν εγώ φωνάζω για το αντίθετο]. Μήπως θέλετε κι εσείς να γίνετε μαθητές του;» [Τους περιπαίζει ως ανεγκέφαλους, σκληρούς και απίστους]. Τον περιγέλασαν τότε και του είπαν: «Εσύ είσαι μαθητής εκείνου. Εμείς είμαστε μαθητές του Μωυσή. Εμείς γνωρίζουμε ότι ο Θεός μίλησε στο Μωυσή, ενώ γι’ αυτόν (τον Χριστό) δεν γνωρίζουμε την προέλευσή του». [Ο τυφλός κουράστηκε από την απείθειά τους στο θείο μεγαλείο του Ιησού και τους ρωτά γεμάτος αγανάκτηση αν θέλουν να γίνουν μαθητές Του. Στο σημείο αυτό εκνευρίστηκαν πολύ, αφού θεωρούσαν εαυτούς τέλειους συνεχιστές της αυθεντίας του Μωυσή. Ο Μωυσής είχε όμως προφητεύσει για τον ερχόμενο Θεάνθρωπο τα εξής: «…Κύριος ο Θεός σας θα αναδείξει έναν προφήτη από σας, μέσα από το λαό σας, σαν εμένα. Αυτόν ν’ ακούτε» (Δευτ. 18,15/18,18). Αφού μέχρι την εποχή του Ιησού η Ιουδαϊκή κοινότητα παραδεχόταν πως δεν είχε εμφανιστεί ακόμη ο προφήτης αυτός, πώς αυτό δεν τους ώθησε να προσβλέπουν στον Ιησού ως τον εσχατολογικό αυτόν προφήτη; Επομένως κάποιοι γνώριζαν πολύ καλά τι συνέβαινε και ποιος μπορεί να ήταν ο Ιησούς, αλλά τον περιφρονούσαν, άφηναν το θέμα στη σιγή για να μην τον παραδεχθούν, επειδή δεν τους συνέφερε]. 

Τότε απάντησε ο άνθρωπος και τους είπε: «Εδώ είναι το παράξενο, πως εσείς δεν γνωρίζετε από πού είναι ο άνθρωπος [Πολλοί άνθρωποι αγνοούν θεληματικά τον Χριστό και το έργο Του, αν και θεωρούνται πολυδιαβασμένοι. Στο όνομά Του θα κριθούν όμως οι πάντες] κι όμως αυτός μού άνοιξε τα μάτια. Ξέρουμε πως ο Θεός δεν ακούει τους αμαρτωλούς, αλλά αν κάποιος τον σέβεται και κάνει το θέλημά του, αυτόν τον ακούει. Από τότε που έγινε ο κόσμος δεν ακούστηκε ν’ ανοίξει κανείς τα μάτια ενός γεννημένου τυφλού. Αν αυτός δεν ήταν από το Θεό, δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα». [Θα μπορούσε να θαυματουργεί συνεχώς ο Ιησούς, αν δεν ήταν εκ Θεού; Και αφού ήταν εκ Θεού –και φαίνεται αυτό από τα μεγάλα σημεία που εποίησε- δεν είναι και αυθεντικός στον ισχυρισμό του ότι είναι Υιός του Θεού;]. «Εσύ είσαι βουτηγμένος στην αμαρτία από τότε που γεννήθηκες», του αποκρίθηκαν, «και κάνεις το δάσκαλο σ’ εμάς;» Και τον πέταξαν έξω. [Φάνηκε εδώ η υπερηφάνειά τους και η πνευματικά γαλαζοαίματη στάση που είχαν για τον εαυτόν τους. Θίχτηκαν και φάνηκε η πνευματική τους φτώχεια]. 

Ο Ιησούς έμαθε ότι τον πέταξαν έξω [Μαρτύρησε για την αλήθεια ως φίλος του Χριστού] και, όταν τον βρήκε, τού είπε: «Εσύ πιστεύεις στον Υιό του Θεού;» [Στον Μεσσία που πρόκειται κατά τις Γραφές να έλθει και να κρίνει ζώντες και νεκρούς;]. Εκείνος απάντησε: «Και ποιος είναι αυτός, κύριε, για να πιστέψω σ’ αυτόν;» «Μα τον έχεις κιόλας δει», του είπε ο Ιησούς. «Αυτός που μιλάει τώρα μαζί σου, αυτός είναι». Τότε εκείνος είπε: «Πιστεύω Κύριε», και τον προσκύνησε. [Τον αποδέχθηκε ως Μεσσία και Θεό. Θεράπευσε ο Χριστός και την ψυχή του. Την γέμισε από θείο φως]. Κι ο Ιησούς είπε: «Ήρθα για να φέρω σε κρίση (διαχωρισμό) τον κόσμο, έτσι ώστε αυτοί που δεν βλέπουν να βρουν το φως τους, κι εκείνοι που βλέπουν να αποδειχθούν τυφλοί». [Το φως εδώ έχει σχέση φυσικά με την αποκάλυψη ότι ο Ιησούς είναι ο Κύριος και Θεός. Τότε μόνο ο φωτισθείς φωτίζεται και πνευματικά και αληθινά. Διαφορετικά μπορεί κάποιος να βλέπει σωματικά, αλλά πνευματικά να είναι αόμματος. Πνευματική όραση σημαίνει την αναγνώριση του Ιησού ως Υιού του Θεού και πνευματική τύφλωση και κρίση του κόσμου σημαίνει την θεώρησή Του ως απλού ανθρώπου και απλά διδασκάλου αγίου. Στο διάλογο ακόμη μεταξύ του θεραπευθέντος τυφλού και του Ιησού φαίνεται η πίστη της Εκκλησίας ότι ο Χριστός είναι ο χορηγών ανά πάσα στιγμή το άκτιστο φως σε όσους το ποθούν πραγματικά και όχι μόνο ο κρίνων νομικά την Οικουμένη στο τέλος των καιρών]. 

Τέλος, η όμορφη πένα του συριανού ποιητή Εμμανουήλ Τσαγκάτου, αποδίδει απλά μα ρεαλιστικά τις παραπάνω εκτεθείσες υψηλές αλήθειες, ως εξής:




Της ψυχής η άβυσσος

είναι χώρος ιερός, 

εκεί μέσα μπαινοβγαίνει

ο Θεός του καθενός.

Μα ο δαίμονας φωλιάζει

όταν λείπει ο Θεός,

και αμέσως φουρτουνιάζει 

η ψυχή του καθενός.

Η πίστη βουνά μετακινεί

τη φύση εξουσιάζει

ανασταίνει νεκρό κορμί

το θάνατο τρομάζει.

Όποιος πιστεύει αληθινά

φοβέρα δεν τον σκιάζει,

η φωτιά δεν τον πονά

απ’ τα χείλη μέλι στάζει.

Ο Θεός δεν είναι χημεία

ούτε γράμματα και πώς,

με αγάπη ψάξε στην καρδιά σου

και ΘΑ ΔΕΙΣ που’ ναι ο Θεός!

Ω! θείο φως αγαπημένο

τι αίσθηση μεγάλη,

η δική μου η καρδιά

ποτέ δεν ένοιωσε άλλη.


ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ:
  1. Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ, Ελληνικής Βιβλικής Εταιρίας, Αθ. 2003
  2. ΤΟ ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ  Α΄, Σάββα Αγουρίδη, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλ. 2005
  3.  ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ, Π.Ν. Τρεμπέλα, εκδ. Ο Σωτήρ, Αθ. 1990
  4. Α΄ ΣΕΙΡΑ (Ποιητική Συλλογή), Εμμανουήλ Τσαγκάτου, Σύρος 2006
  5. Β΄ ΣΕΙΡΑ (Ποιητική Συλλογή), Εμμανουήλ Τσαγκάτου, Σύρος 2007
  6. ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΠΛΑΚΩΜΑ 2010 μ.Χ., Εμμανουήλ Τσαγκάτου, Σύρος 2010


www.pentapostagma.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: