Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2012

KΥΡΙΑΚΗ Ε΄ΛΟΥΚΑ, Ευαγγ. Ανάγνωσμα: Λουκά 16, 19-31.


19 Άνθρωπος δε τις ήν πλούσιος, και ενεδιδύσκετο πορφύραν και βύσσον ευφραινόμενος καθ' ημέραν λαμπρώς. 20 πτωχός δε τις ήν ονόματι Λάζαρος, ός εβέβλητο προς τόν πυλώνα αυτού ηλκωμένος 21 και επιθυμών χορτασθήναι από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης του πλουσίου· αλλά και οι κύνες ερχόμενοι επέλειχον τα έλκη αυτού. 22 εγένετο δε αποθανείν τον πτωχόν καί απενεχθήναι αυτόν υπό των αγγέλων εις τον κόλπον Αβραάμ· απέθανε δε και ο πλούσιος και ετάφη. 23 και εν τω άδη επάρας τους οφθαλμούς αυτού, υπάρχων εν βασάνοις, ορά Αβραάμ από μακρόθεν καί Λάζαρον εν τοίς κόλποις αυτού. 24 και αυτός φωνήσας είπε· πάτερ Αβραάμ, ελέησόν με και πέμψον Λάζαρον ίνα βάψη το άκρον του δακτύλου αυτού ύδατος καί καταψύξη την γλώσσαν μου, ότι οδυνώμαι εν τή φλογί ταύτη. 25 είπε δε Αβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ότι απέλαβες σύ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου, και Λάζαρος ομοίως τα κακά· νύν δε ώδε παρακαλείται, σύ δε οδυνάσαι· 26 και επί πάσι τούτοις μεταξύ ημών και υμών χάσμα μέγα εστήρικται, όπως οι θέλοντες διαβήναι ένθεν πρός υμάς μή δύνωνται, μηδέ οι εκείθεν προς ημάς διαπερώσιν. 27 είπε δε· ερωτώ ούν σε, πάτερ, ίνα πέμψης αυτόν εις τόν οίκον του πατρός μου· 28 έχω γαρ πέντε αδελφούς· όπως διαμαρτύρηται αυτοίς, ίνα μη και αυτοί έλθωσιν εις τόν τόπον τούτον της βασάνου. 29 λέγει αυτώ Αβραάμ· έχουσι Μωϋσέα και τους προφήτας· ακουσάτωσαν αυτων. 30 ο δε είπεν· ουχί, πάτερ Αβραάμ, αλλ' εάν τις από νεκρών πορευθή πρός αυτούς, μετανοήσουσιν. 31 είπε δέ αυτώ· ει Μωϋσέως και των προφητών ουκ ακούουσιν, ουδὲ εάν τις εκ νεκρών αναστή πεισθήσονται.

Νεοελληνική Απόδοσις
Κάποιος άνθρωπος ήταν πλούσιος, φορούσε πολυτελή ρούχα και το τραπέζι του κάθε μέρα ήταν λαμπρό. Κάποιος φτωχός όμως, που τον έλεγαν Λάζαρο, ήταν πεσμένος κοντά στην πόρτα του σπιτιού του πλουσίου, γεμάτος πληγές. Αυτός προσπαθούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου. Έρχονταν και τα σκυλιά και του έγλειφαν τις πληγές. Πέθανε ο φτωχός, και οι άγγελοι τον πήγαν κοντά στον Αβραάμ. Πέθανε κι ο πλούσιος και θάφτηκε. Στον άδη που ήταν και βασανιζόταν, σήκωσε τα μάτια του και είδε από μακριά τον Αβραάμ και κοντά του το Λάζαρο. Τότε φώναξε ο πλούσιος και είπε «πατέρα μου Αβραάμ, σπλαχνίσου με και στείλε το Λάζαρο να βρέξει με νερό την άκρη του δακτύλου του και να μου δροσίσει τη γλώσσα, γιατί υποφέρω μέσα σ’ αυτή τη φωτιά». Και ο Αβραάμ του απάντησε: «παιδί μου θυμήσου ότι εσύ απόλαυσες την ευτυχία στη ζωή σου, όπως και ο Λάζαρος τη δυστυχία. Τώρα όμως αυτός χαίρεται εδώ, κι εσύ υποφέρεις. Και εκτός απ’ όλα αυτά, υπάρχει ανάμεσά μας μεγάλο χάσμα, ώστε αυτοί που θέλουν να διαβούν από ‘δω σε εσάς, να μην μπορούν, ούτε οι από ‘κει να περάσουν σ’ εμάς». Είπε πάλι ο πλούσιος: «τότε σε παρακαλώ, πατέρα, στείλε τον στο σπίτι του πατέρα μου, να προειδοποιήσει τους πέντε αδερφούς μου, ώστε να μην έρθουν και αυτοί σ’ αυτό τον τόπο των βασάνων». Ο Αβραάμ του είπε: «έχουν τα λόγια του Μωυσή και των προφητών˙ ας υπακούσουν σ’ αυτά». Εκείνος τότε του είπε: «όχι πατέρα μου Αβραάμ˙ αν όμως κάποιος από τους νεκρούς πάει σε αυτούς, θα μετανοήσουν». Τότε είπε ο Αβραάμ: «αν δεν υπακούνε στα λόγια του Μωυσή και των προφητών, δε θα πειστούν ούτε και αν αναστηθεί κάποιος από τους νεκρούς».

Σύντομο σχόλιο
Να είμαστε υπομονετικοί και ταπεινοί στις δυσκολίες τής ζωής, σπλαχνικοί και ελεήμονες στην ευημερία μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: