Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2012

Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΙΚΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ




1821-1944 
Α΄ ΜΕΡΟΣ 
Περί Αλός 
Του Κωνσταντίνου Κολιόπουλου 
Επίκουρου Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου 
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ναυτική Επιθεώρηση», 
τεύχος, 580, σελ. 55, Εκδ. ΥΙΝ/ΓΕΝ, ΜΑΡΤ-ΜΑΪ 2012. 
Αναδημοσίευση στο Περί Αλός με την έγκριση της «Ν.Ε.» 
" η θαλάσσια ισχύς πολλές 
φορές επιδρά με τρόπο που δεν 
γίνεται άμεσα αντιληπτός" 
ΦΩΤΟ: Nick Ifantis 
1. Εισαγωγή 
Ένας ιδιαίτερα χρήσιμος όρος της στρατηγικής είναι αυτός της στρατηγικής αποτελεσματικότητας (strategic effectiveness). Στρατηγική αποτελεσματικότητα μιας στρατιωτικής δύναμης, ενός οπλικού συστήματος κ.λπ., είναι η συνολική επίδρασή τους στην πορεία και στο αποτέλεσμα μιας σύγκρουσης [1].
Η στρατηγική αποτελεσματικότητα είναι η βασική μονάδα αξιολόγησης στη στρατηγική ανάλυση, επισκιάζοντας όλες τις άλλες παραμέτρους (βεληνεκές,


μαχητική ισχύ, τακτική και επιχειρησιακή δεξιοτεχνία κ.λπ.). Αυτό σημαίνει ότι η στρατηγική ανάλυση ενδεχομένως να μη δίνει ιδιαίτερη σημασία σε εκθαμβωτικά τακτικά κατορθώματα με περιορισμένη όμως στρατηγική αποτελεσματικότητα (π.χ. Ναυμαχία του Τραφάλγκαρ [2]), ενώ αντιθέτως να τονίζει συμπλοκές οι οποίες δεν είχαν ξεκάθαρο αποτέλεσμα σε τακτικό επίπεδο, αλλά οι οποίες είχαν μεγάλη στρατηγική αποτελεσματικότητα (π.χ. Ναυμαχία της Γιουτλάνδης [3]).Συνεπώς, η εξέταση της στρατηγικής συνεισφοράς του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού κατά την περίοδο από την Ελληνική Επανάσταση έως και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο θα εστιάσει εξ ορισμού στη «μεγάλη εικόνα», αποφεύγοντας να ασχοληθεί με συμβάντα, οσοδήποτε ηρωικά, τα οποία δεν επηρέασαν αξιοσημείωτα την έκβαση των συγκρούσεων στις οποίες ενεπλάκη η χώρα. 

Αξίζει να γίνουν δύο ακόμη εισαγωγικές παρατηρήσεις. Η πρώτη αφορά στη διαχρονικότητα της ναυτικής στρατηγικής στον ελλαδικό χώρο. Η σταθερότερη παράμετρος της στρατηγικής είναι η γεωμορφολογία, και αυτό ισχύει φυσικά και για τον ελλαδικό χώρο. Με μόνες αξιοσημείωτες εξαιρέσεις τη διάνοιξη της διώρυγας της Κορίνθου και τον χωρισμό της Λευκάδας από την ξηρά, ο γεωφυσικός χάρτης του ελλαδικού χώρου έχει παραμείνει αναλλοίωτος εδώ και χιλιάδες χρόνια [4]. Το γεγονός αυτό έχει επιδράσει καθοριστικά τις στρατηγικές επιλογές όσων έχουν εμπλακεί σε πολεμικές συγκρούσεις στον ελλαδικό χώρο. Έτσι, παρά τις προφανείς αλλαγές στις τακτικές συνθήκες που έχουν λάβει χώρα από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας, παρατηρεί κανείς τη διαχρονική ανάγκη διατήρησης έστω κάποιου βαθμού θαλάσσιου ελέγχου (στις μέρες μας αεροναυτικού ελέγχου), δηλαδή ελέγχου των θαλάσσιων επικοινωνιών, ως προϋπόθεση για την επιτυχία στο χερσαίο θέατρο επιχειρήσεων. Στην πράξη, αυτό σήμαινε ότι το 480 π.Χ. οι Πέρσες του Ξέρξη είχαν ανάγκη να διατηρούν στενή συνεργασία στρατού - ναυτικού, εξ ου και η διεξαγωγή της ναυμαχίας του Αρτεμισίου ταυτόχρονα με τη μάχη των Θερμοπυλών· [5]ότι τον Φεβρουάριο του 1948 ο Στάλιν θα τόνιζε στον Μιλοβάν Τζίλας, υπαρχηγό του Τίτο, ότι η Ελλάδα ήταν αδύνατο να υπαχθεί υπό κομμουνιστικό έλεγχο γιατί «δεν έχουμε ναυτικό»· [6] και ότι στις μέρες μας η διατήρηση του αεροναυτικού ελέγχου στο βόρειο Αιγαίο θα αποτελέσει τροχοπέδη για τυχόν τουρκική προέλαση στη δυτική Θράκη.
Η τελευταία εισαγωγική παρατήρηση αφορά στην ανάγκη επισήμανσης συμβάντων τα οποία δεν έλαβαν χώρα – παραφράζοντας τον Σέρλοκ Χολμς, μερικές φορές το κλειδί βρίσκεται στο ότι ο σκύλος δεν γάβγισε. Η σημασία των όσων δεν έγιναν μεν, αλλά που θα μπορούσαν να είχαν γίνει, έχει τονιστεί στη στρατηγική ανάλυση τουλάχιστον από τότε που ο Κλάουζεβιτς αναφέρθηκε στα αποτελέσματα που μπορεί να προκύψουν από δυνητικές συμπλοκές [7]. 
Στην περίπτωση του θαλάσσιου θεάτρου επιχειρήσεων, αυτό ίσως να συμβαίνει συχνότερα απ’ ό,τι στην ξηρά ή στον αέρα. Επειδή το θαλάσσιο θέατρο επιχειρήσεων συχνά είναι το πλέον απομακρυσμένο από τον φυσικό τόπο της ανθρώπινης κατοικίας, η θαλάσσια ισχύς πολλές φορές επιδρά με τρόπο που δεν γίνεται άμεσα αντιληπτός, ιδίως αν έχει να κάνει με τη ματαίωση κινήσεων του αντιπάλου. Αυτό είναι κάτι που θα δούμε αρκετές φορές στο παρόν άρθρο. 
2. Ελληνική Επανάσταση (1821-1830): Ο πιο δύσκολος αγώνας 
Η Ελληνική Επανάσταση ήταν ένας ιδιόμορφος πόλεμος[8]. Η ιδιομορφία του έγκειται στο ότι αποτελεί σπάνια, αν όχι μοναδική περίπτωση ανταρτοπολέμου στον οποίον η θαλάσσια ισχύς έπαιξε εξαιρετικά σημαντικό ρόλο [9].Επιπρόσθετα, παρότι ο ναυτικός πόλεμος ανέκαθεν ήταν πόλεμος εντάσεως κεφαλαίου, οι επαναστατημένοι Έλληνες κατέδειξαν ότι μια σειρά πλεονεκτημάτων που εκείνοι διέθεταν ήταν αρκετά για να αντιμετωπίσουν επί ίσοις όροις έναν αντίπαλο ο οποίος υπερτερούσε σαφώς σε υλικά μέσα. Οι Οθωμανοί διέθεταν βαρύτερα πλοία τα οποία ήταν απρόσβλητα από τα ελληνικά με συμβατικό κανονιοβολισμό. Το Πολεμικό Ναυτικό τους ήταν μια οργανωμένη ένοπλη δύναμη με σαφή αλυσίδα διοίκησης και στρατιωτική πειθαρχία, σε αντίθεση με τους ελληνικούς στόλους οι οποίοι απαρτίζονταν από ναυτικές δυνάμεις που κάθε φορά συγκεντρώνονταν επί τούτου και συμμορφώνονταν με τις διαταγές του εκάστοτε ναυάρχου όποτε εκείνες ήθελαν. 
 
Η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη, 
Ελαιογραφία Ivan Aivasowsky 1881. 
Από την άλλη πλευρά, οι Έλληνες είχαν να αντιπαρατάξουν την αριθμητική υπεροχή τους σε πλοία (τουλάχιστον μέχρι την είσοδο του αιγυπτιακού Ναυτικού στον πόλεμο το 1824) και τη ναυτοσύνη των πληρωμάτων και των διοικητών τους [10]. Αυτά μεταφράστηκαν σε μεγάλη υπεροχή των Ελλήνων στο τακτικό επίπεδο. Ωστόσο οι οθωμανικές δυνάμεις βελτιώνονταν ποιοτικά με την πάροδο του χρόνου, χρησιμοποιώντας πληρώματα και σκάφη από την Τυνησία και την Αλγερία (χώρες με σημαντική ναυτική παράδοση), Ευρωπαίους ναυτικούς, καθώς φυσικά και το οργανωμένο από Γάλλους αξιωματικούς αιγυπτιακό Ναυτικό κατά την περίοδο 1824-27. Η εντυπωσιακότερη πτυχή της ελληνικής τακτικής υπεροχής ήταν η εξαιρετικά επιτυχημένη χρήση ενός κατάβάση απαρχαιωμένου όπλου, του πυρπολικού [11]. 
Οι ναυτικοί ηγέτες της Ελληνικής Επανάστασης είχαν εμπειρική γνώση της ναυτικής στρατηγικής [12]. Η γεωμορφολογία του ελλαδικού χώρου επέβαλλε τη 
λογική της και υποχρέωσε και τους δύο εμπολέμους να επιζητήσουν την απόκτηση θαλάσσιου ελέγχου.
Η διαφορά ήταν ότι οι Έλληνες ήταν υποχρεωμένοι να επιζητούν ει δυνατόν γενικό και μόνιμο έλεγχο, ενώ οι Οθωμανοί αρκούνταν στην επίτευξη τοπικού και προσωρινού ελέγχου, δηλαδή ελέγχου σε δεδομένο τόπο και χρόνο [13]. Η ναυτική στρατηγική των Ελλήνων είχε τρεις αντικειμενικούς σκοπούς: παρεμπόδιση της μετάβασης και της ενίσχυσης οθωμανικών στρατευμάτων στις επαναστατημένες χερσαίες περιοχές, υπεράσπιση των ελληνικών νησιών που είχαν εξεγερθεί και τέλος, αποκλεισμό και κατάληψη των παράκτιων τουρκικών φρουρίων [14]. 

Αναφορικά με την παρεμπόδιση μετάβασης και ενίσχυσης οθωμανικών στρατευμάτων, έχουμε μία εξαιρετικά σημαντική περίπτωση όπου «ο σκύλος δεν γάβγισε»: τον μη εφοδιασμό του εκστρατευτικού σώματος του Δράμαλη το 1822. Για την ακρίβεια, παρότι η έλλειψη εφοδίων υπήρξε καθοριστικό αίτιο της αποτυχίας του Δράμαλη, οι Τούρκοι δεν αποπειράθηκαν καν να τον εφοδιάσουν διά θαλάσσης. Κρίνοντας δε από την παταγώδη αποτυχία τους να εφοδιάσουν διά θαλάσσης το φρούριο του Ναυπλίου τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς, ενώ ο Δράμαλης είχε ήδη συντριβεί τον Ιούλιο, τυχόν προσπάθεια ανεφοδιασμού του θα είχε αποβεί μάταιη. 
Δεδομένης της σημασίας που είχε η καταστροφή του Δράμαλη για το μέλλον της Ελληνικής Επανάστασης, η δράση των ελληνικών ναυτικών δυνάμεων είχε προφανή στρατηγική αποτελεσματικότητα.
Αντίστοιχη στρατηγική αποτελεσματικότητα θα πρέπει να πιστωθεί, για όσο διήρκεσαν, στις εκπληκτικές ναυτικές επιχειρήσεις που διεξήχθησαν υπό τη γενική ηγεσία του Ναυάρχου Ανδρέα Μιαούλη το δεύτερο μισό του 1824 [15].Αμυνόμενοι σε επιχειρησιακό επίπεδο αλλά πάντοτε επιτιθέμενοι εναντίον των εχθρικών ενόπλων δυνάμεων σε τακτικό, οι Έλληνες προξενούσαν απώλειες, ενίοτε σημαντικές, στον τουρκοαιγυπτιακό στόλο και εμπόδιζαν τη μετάβαση του εκστρατευτικού σώματος του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο. Δυστυχώς, η προσπάθεια των ελληνικών ναυτικών δυνάμεων τορπιλίστηκε από την ολιγωρία και την έλλειψη πόρων από την πλευρά της επαναστατικής κυβέρνησης – έλλειψη που οφειλόταν στην κατασπατάληση των εν λόγω πόρων στους εμφυλίους πολέμους. Ανεπαρκώς εφοδιασμένες και ανήμπορες να παραμείνουν κινητοποιημένες, οι ελληνικές ναυτικές δυνάμεις διασκορπίστηκαν στις βάσεις τους, αφήνοντας τον δρόμο ανοιχτό για την απόβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο [16]. Έτσι, αντί για πλήρη παρεμπόδιση της μετάβασης του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, είχαμε απλώς καθυστέρηση και φθορά του τουρκοαιγυπτιακού εκστρατευτικού σώματος [17]. 

Ως προς την υπεράσπιση των νησιών που είχαν εξεγερθεί, ο ελληνικός θαλάσσιος έλεγχος ήταν επαρκής για να προστατεύσει τα κυριότερα ναυτικά νησιά, Ύδρα και Σπέτσες, από σχεδόν οποιαδήποτε σοβαρή ναυτική απειλή, ιδίως μετά την απόκρουση του τουρκικού στόλου στη Ναυμαχία της Ναυπλίας (8-13 Σεπτεμβρίου 1823) [18].Αντίστοιχα, οι ελληνικές ναυτικές δυνάμεις κατόρθωναν να υπερασπίζονται τη Σάμο από διαδοχικές τουρκικές επιθέσεις κατά τα έτη 1824-26. Από την άλλη μεριά, οι Οθωμανοί είχαν τη δυνατότητα να συγκεντρώνουν δυνάμεις σε επιλεγμένο τόπο και χρόνο και να καταλαμβάνουν σταδιακά διάφορα ελληνικά νησιά, όπως η Χίος, η Κάσος, τα Ψαρά και η Κρήτη. Κατά το 1827 ο επόμενος στόχος του τουρκοαιγυπτιακού στόλου ήταν πλέον η Ύδρα και οι Σπέτσες, αλλά η Ναυμαχία του Ναβαρίνου τερμάτισε αυτά τα σχέδια. 
Τέλος, αναφορικά με τον αποκλεισμό και την κατάληψη τουρκικών φρουρίων, οι ελληνικές επιτυχίες ήταν περιορισμένες, γεγονός που λίγο έλειψε να έχει τραγικές συνέπειες για την Επανάσταση. Η επιτυχία της κατάληψης του Ναυπλίου το 1823 δεν μπορούσε να αντισταθμίσει την αποτυχία κατάληψης της Πάτρας και ιδίως της Μεθώνης και της Κορώνης, οι οποίες αποτέλεσαν σημεία εισόδου του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο. Οι επιτυχίες των Ελλήνων σε αυτόν τον τομέα αυξήθηκαν κατακόρυφα μετά το Ναβαρίνο, οπότε οι ελληνικές ναυτικές δυνάμεις κατέλαβαν μια πλειάδα φρουρίων στη Στερεά Ελλάδα, μεταξύ των οποίων και το Μεσολόγγι. Αυτό είχε μεγάλη στρατηγική αποτελεσματικότητα, καθώς ενίσχυε τα ελληνικά επιχειρήματα για τη συμπερίληψη της Στερεάς στο ελεύθερο ελληνικό κράτος [19]. 
 
Λιθογραφία του 1901. 
ΦΩΤΟ: ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ 
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ 
ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 
argolikivivliothiki.gr 
Συμπερασματικά, οι εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες υπό τις οποίες διεξήχθη η Ελληνική Επανάσταση έθεταν σημαντικότατους περιορισμούς στις ναυτικές δυνάμεις των Ελλήνων και ως εκ τούτου τις έκαναν να έχουν μερική μόνο στρατηγική αποτελεσματικότητα. Εντούτοις, υπό τις δεδομένες συνθήκες, οι ναυτικές δυνάμεις των Ελλήνων φαίνεται να απέδωσαν στο μέγιστο των δυνατοτήτων τους. 
3. Ο Πόλεμος του 1897: Μηδενική συνεισφορά 
Ως γνωστόν, η Ελλάδα εισήλθε στον Πόλεμο του 1897 τελείως απροετοίμαστη [20]. Περιέργως όμως, το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό ήταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση από το τουρκικό. Παρά την αριθμητική υπεροχή του τουρκικού στόλου (7 θωρηκτά έναντι 3 ελληνικών και συνολικά 72 πολεμικά πλοία διαφόρων τύπων έναντι 37 ελληνικών)[21], τα θωρηκτά του είχαν υποδιπλάσια ταχύτητα εκείνης των ελληνικών (λιγότερο από 8 κόμβους έναντι 17,5), τα περισσότερα πυροβόλα του ήταν άχρηστα και «γενικά τα πλοία δεν ήταν σε θέση να λάβουν μέρος σε οποιαδήποτε πολεμική ενέργεια»· σε όλη τη διάρκεια των επιχειρήσεων, ο τουρκικός στόλος παρέμεινε στα Δαρδανέλια [22].
Εντούτοις, η ελληνική πλευρά δεν έκανε σχεδόν καμία προσπάθεια να εκμεταλλευτεί αυτή την εξαιρετικά ευνοϊκή κατάσταση. Δεν υπήρχε κανένα σχέδιο για συντονισμένη δράση με τον Στρατό Ξηράς– ούτως ή άλλως, με την ασάφεια που διέκρινε τα σχέδια του τελευταίου, δύσκολα θα μπορούσε να υπάρξει προσχεδιασμένος συντονισμός [23]– ενώ η αυτόνομη δράση του Πολεμικού Ναυτικού περιορίστηκε στην αποβίβαση 150 ανταρτών στη δυτική ακτή της Καβάλας για να καταστρέψουν την εκεί σιδηροδρομική γραμμή, στην καταστροφή αποθηκών στα παράλια της Πιερίας, καθώς και στον χωρίς σημαντικά αποτελέσματα βομβαρδισμό των λιμανιών των Αγίων Σαράντα και της Πρέβεζας [24]. Αυτές οι ενέργειες δεν είχαν καμία στρατηγική αποτελεσματικότητα. Υποτίθεται ότι επιπρόσθετα το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό παρεμπόδισε τις θαλάσσιες μεταφορές του τουρκικού Στρατού [25], αλλά στην πραγματικότητα οι Τούρκοι εμφανώς δεν είχαν καμία πρόθεση να προβούν σε θαλάσσιες μεταφορές νοτίως της Μακεδονίας, εφόσον ο στόλος τους ουδέποτε απέπλευσε από τα Δαρδανέλια· η γεωμορφολογία της Θεσσαλίας τούς επέτρεπε να ανεφοδιάζονται διά ξηράς χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο ελληνικός στόλος αναλώθηκε σε τέτοιου είδους ενέργειες και δεν έκανε προσπάθεια να απελευθερώσει ούτε ένα νησί του Αιγαίου. Ο Πόλεμος του 1897 κατέδειξε ότι όταν ένας εμπόλεμος υπερέχει καταφανώς στην ξηρά και επιχειρεί σε ευνοϊκό έδαφος, μπορεί να πάρει το ρίσκο να αγνοήσει το θαλάσσιο θέατρο επιχειρήσεων, όπως έκανε ο Μέγας Αλέξανδρος κατά το αρχικό στάδιο της προέλασής του στην Περσική Αυτοκρατορία [26]. Ενίοτε το ρίσκο είναι σημαντικό: Για παράδειγμα, το 1897, ένας καλύτερος συντονισμός ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού και Στρατού Ξηράς, σε συνδυασμό με την –καθόλου ανέφικτη, ακόμη και με τα δεδομένα της εποχής– ύπαρξη καλύτερα εκπαιδευμένων και πιο ευκίνητων μονάδων του τελευταίου (π.χ. ιππικού) θα μπορούσε να είχε σαν αποτέλεσμα τη διενέργεια αποβάσεων στα μετόπισθεν των προελαυνόντων Τούρκων με απρόβλεπτες συνέπειες. Αν μη τι άλλο, οι Έλληνες θα έκαναν και κάτι διαφορετικό από το να υποχωρούν διαρκώς. 
Σε κάθε περίπτωση, καταδείχθηκε ότι η θαλάσσια ισχύς δεν μπορεί να λειτουργήσει ανεξάρτητα από τη χερσαία· η θαλάσσια ισχύς απαιτεί μια κρίσιμη μάζα χερσαίας ισχύος προκειμένου να έχει στρατηγική αποτελεσματικότητα. Το τι μπορεί να γίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, καταφαίνεται στην επόμενη ενότητα. 
http://perialos.blogspot.gr/2012/11/blog-post.html 
Το Β’ και τελευταίο ΜΕΡΟΣ συντόμως στο Περί Αλός… 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: 
1 Colin S. Gray, Weapons Don’t Make War: Policy, Strategy, and Military Technology (Lawrence, KA: University Press of Kansas, 1993), σ. 10. 
2 Για την περιορισμένη στρατηγική αποτελεσματικότητα αυτής της ναυμαχίας, η 
οποία άφησε τον Ναπολέοντα κυρίαρχο της Ευρώπης, βλ. Julian S. Corbett,The Campaign of Trafalgar (London: Longmans, Green, 1910), σ. 408. 
3 Για τη στρατηγική σημασία αυτής της ναυμαχίας, η οποία επισφράγισε τον οικονομικό αποκλεισμό της Γερμανίας κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, βλ. Κωνσταντίνος Κολιόπουλος, Στρατηγικός Αιφνιδιασμός: Υπηρεσίες Πληροφοριών και Αιφνιδιαστικές Επιθέσεις (Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 2000), σ. 189-247. 
4 Η Διώρυγα του Ξέρξη, της οποίας η ιστορικότητα έχει πλέον επιβεβαιωθεί, 
εγκαταλείφθηκε σύντομα μετά τη διάνοιξή της, δεν άντεξε στον χρόνο καισήμερα δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου ίχνη της. Βλ. τη σχετική μελέτη τουΓεωδυναμικού Ινστιτούτου του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών στοhttp://www.gein.noa.gr/xerxes_canal/XERXES_WEB/WEB.htm(έγινε πρόσβαση στις 9 Απριλίου 2012). 
5 Για μια ανάλυση, βλ. Κωνσταντίνος Κολιόπουλος, Η Υψηλή Στρατηγική της 
Αρχαίας Σπάρτης, 750-192 π.Χ. (Αθήνα: Ποιότητα, 2001), σ. 170-71, 176-80.Είναι εντυπωσιακό ότι ο Οδυσσέας Ανδρούτσος προέβη σε αντίστοιχο σχόλιολέγοντας «πόσες χερσαίες δυνάμεις χρειάζονται να εμποδίσουν την κάθοδοντων Τούρκων από την Θεσσαλία όταν έχης την κυριαρχίαν του Ευβοϊκού!»·παρατίθεται στο Αντιναύαρχος Κ. Α. Αλεξανδρής, Το ναυτικόν του υπέρ ανεξαρτησίας αγώνος 1821-29 και η δράσις των πυρπολικών (Αθήναι: Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφέλιμων Βιβλίων, 1968), σ. 54. 
6 Milovan Djilas, Conversations with Stalin (Harmondsworth: Penguin, 1962),σ. 181-82. 
7 Carl von Clausewitz, On War [edited and translated by Michael Howard andPeter Paret] (Princeton, NJ: Princeton University Press, 1989), βιβ. 1, κεφ. 2, σ. 97 και βιβ. 3, κεφ. 1, σ. 181. 
8 Για μια ανάλυση της στρατηγικής των εμπολέμων, βλ. Χαράλαμπος Παπασωτηρίου, Ο Αγώνας για την Ελληνική Ανεξαρτησία: Πολιτική και Στρατηγική των Ελλήνων και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, 1821-1832 (Αθήνα: Ι. Σιδέρης, 1996). 
9 Walter Laqueur, Guerrilla Warfare: A Historical & Critical Study (New Brunswick, NJ: Transaction, 1998), σ. 64. 
10 Για μια αναλυτική παρουσίαση, βλ. Αρχιπλοίαρχος (Ο) Π.Ν. Μάρκος-Μάριος Σίμψας, Το Ναυτικό στην Ιστορία των Ελλήνων, 4 τόμοι (Αθήνα: Έκδοση Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, 1982), τόμος 3, σ. 203-67. 
11 Αλεξανδρής, Το ναυτικόν του υπέρ ανεξαρτησίας αγώνος, σ. 61-143·Konstantinos Varfis, “Andreas Miaoulis: From Pirate to Admiral (1769- 1835)”,στο Jack Sweetman (ed.), The Great Admirals: Command at Sea, 1587-1945 (Annapolis, MD: Naval Institute Press, 1997), σ. 223. Ήδη κατά τα μέσα του 1825 η αποτελεσματικότητα των πυρπολικών μειώθηκε, καθώς αρχικά οι Αιγύπτιοι και στη συνέχεια οι Τούρκοι έμαθαν να τα αντιμετωπίζουν αποτελεσματικότερα· βλ. Αλεξανδρής, Το ναυτικόν του υπέρ ανεξαρτησίαςαγώνος, σ. 139-42. 
12 Για ένα εντυπωσιακό παράδειγμα της κατανόησης που έδειχναν οι Υδραίοιπροεστοί το 1821 για τη σημασία της συγκέντρωσης δυνάμεων με αντικειμενικό σκοπό την καταστροφή του εχθρικού στόλου, βλ. την ανάλυση μιας σχετικής επιστολής τους στο Αλεξανδρής, Το ναυτικόν του υπέρ ανεξαρτησίας αγώνος, σ. 46-47. 
13 Παπασωτηρίου, Ο Αγώνας για την Ελληνική Ανεξαρτησία, σ. 173. 
14 Παπασωτηρίου, Ο Αγώνας για την Ελληνική Ανεξαρτησία, σ. 100-101. 
15 Σπύρος Μελάς, Ο Ναύαρχος Μιαούλης: Βιογραφία (Αθήναι: Έκδοσις Καταστημάτων Μιχ. Ι. Σαλιβέρου, 1932), σ. 371-459· Αλεξανδρής, Το ναυτικόν του υπέρ ανεξαρτησίας αγώνος, σ. 103-117· Varfis, “Andreas Miaoulis”, σ. 228-32. 
16 Μελάς, Ο Ναύαρχος Μιαούλης, σ. 460-64. 
17 Παπασωτηρίου, Ο Αγώνας για την Ελληνική Ανεξαρτησία, σ. 176. 
18 Άλλες ονομασίες της εν λόγω ναυμαχίας είναι Ναυμαχία του Αργολικού ή 
Ναυμαχία των Σπετσών. Βλ. αντίστοιχα Μελάς, Ο Ναύαρχος Μιαούλης, σ. 275- 82· Αλεξανδρής, Το ναυτικόν του υπέρ ανεξαρτησίας αγώνος, σ. 90-94. 
19 Παπασωτηρίου, Ο Αγώνας για την Ελληνική Ανεξαρτησία, σ. 268-70. 
20 Γενικό Επιτελείο Στρατού/Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού (εφεξής ΓΕΣ/ΔΙΣ), Ο 
Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897 (Αθήνα: Έκδοση Διευθύνσεως ΙστορίαςΣτρατού, 1993), σ. 77-88. 
21 ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897, σ. 75-6, 98, 387-88. 
22 ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897, σ. 76. 
23 ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897, σ. 104-7, 327-37. Πάντως,τις παραμονές του πολέμου το Αρχηγείο Στρατού Θεσσαλίας πρότεινε τηνενέργεια του ελληνικού στόλου στον Θερμαϊκό· ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897, σ. 105. 
24 ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897, σ. 99, 127. 
25 ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897, σ. 99. 
26 J.F.C. Fuller, Η ιδιοφυής στρατηγική του Μεγάλου Αλεξάνδρου [ελληνική μτφ. 
Κ. Κολιόπουλος] (Αθήνα: Ποιότητα, 2004), σ. 173-192.

Δεν υπάρχουν σχόλια: