Παρασκευή 8 Ιουλίου 2011

Ἡ ἐπιλογή τοῦ πνευματικοῦ



Του Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη
Θεωρῶ ὑποχρέωσή μου νά ἐπαναλάβω - διότι γιά δεύτερη φορά σέ σχετικά σύντομο διάστημα βρίσκομαι καί πάλι ἀνάμεσά σας - ὅτι περιποιεῖ ἰδιαίτερη τιμή στό πρόσωπό μου ἡ ἐπιλογή μου ὡς εἰσηγητῆ σέ μιά τέτοιας φύσεως 
σύναξη, ἡ ὁποία ἀπαρτίζεται ὄχι ἀπό ἁπλούς ἀνθρώπους, ἀλλά διακόνους τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, στελέχη τῆς Ἐκκλησίας, ἀνθρώπους πού κατά τό πλεῖστον εἶναι ἐμπειρότεροι ἀπό ἐμένα. Βρίσκομαι λοιπόν ἐδῶ μέ τήν ἐπίγνωση ὅτι δέν πρόκειται νά προσθέσω τίποτε νέο στή σκέψη σας, ἀλλά ἁπλῶς νά ὑπενθυμίσω καθ’ ὑπακοήν μερικά γνωστά σας πράγματα, πού ἴσως δώσουν τήν ἀφορμή νά ἐκφραστοῦν θέσεις καί ἀπόψεις, βοηθητικές στό ἔργο καί τή διακονία μας ὡς ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας.
Τό θέμα πού μοῦ ἀνατέθηκε εἶναι «ἡ ἐπιλογή τοῦ πνευματικοῦ». Ἕνα θέμα σπουδαιότατο, ἀφοῦ ἀφενός ὁ πνευματικός θεωρεῖται ἀναγκαῖος γιά τήν πνευματική πορεία ἑνός Χριστιανοῦ, ἀφετέρου ἡ ἐπιλογή του κρίνει σ’ ἕνα μεγάλο βαθμό ἄν αὐτή ἡ ἐπιλογή θά ᾽ναι σωτήρια ἤ καταστροφική γι’ αὐτόν. Ἔτσι δύο θά εἶναι τά κύρια μέρη τῆς εἰσηγήσεώς μας: τό α΄: ὁ πνευματικός καί ἡ θέση του στήν Ἐκκλησία, τό β΄: ἡ ἐπιλογή τοῦ πνευματικοῦ.


Ὁ Πνευματικός καί ἡ θέση του


Δέν θά ἀναφερθοῦμε στήν ἱστορία τοῦ θεσμοῦ τοῦ πνευματικοῦ: τό πῶς ξεκίνησε ἡ ὕπαρξή του καί πῶς καθιερώθηκε στήν Ἐκκλησία. Θεωροῦμε δεδομένη τήν ὕπαρξή του, ἐφόσον ἔχει παγιωθεῖ αἰῶνες τώρα ἡ παρουσία του στήν Ἐκκλησία καί μπορεῖ κανείς νά βρεῖ ἐρείσματα γι’ αὐτόν καί μέσα στήν ἴδια τήν Ἁγία Γραφή. Καί μόνον τό γεγονός ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν Α΄ πρός Κορινθίους ἐπιστολή διακρίνει μεταξύ ἁπλῶν παιδαγωγῶν καί πατέρων, πού νυχθημερόν μοχθοῦν γιά τήν ἐν Χριστῶ γέννηση τῶν ἀνθρώπων (πρβλ. Α΄ Κορ. 4, 15): «ἐάν γάρ μυρίους παιδαγωγούς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ’ οὐ πολλούς πατέρας. Ἐν γάρ Χριστῷ Ἰησοῦ διά τοῦ εὐαγγελίου ἐγώ ὑμᾶς ἐγέννησα»), εἶναι ἀρκετό γιά νά κατανοήσουμε τή θέση καί τή σημασία τοῦ πνευματικοῦ. Μέ ἄλλα λόγια ὁ πνευματικός εἶναι ὁ πατέρας πού μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐκεῖ, γιά νά καθοδηγεῖ τά τέκνα τοῦ Θεοῦ στό λιμάνι τῆς Βασιλείας Του, δηλ. στό νά αὐξάνονται οἱ πιστοί ἐν Χριστῶ «μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφεσ. 4, 13).
Συνεπῶς ὁ πνευματικός χειραγωγεῖ τόν πιστό στόν Ἰησοῦ Χριστό, δακτυλοδεικτεῖ τόν οὐρανό, καί χαίρεται νά ἐξαφανίζεται ὁ ἴδιος προκειμένου οἱ ἄνθρωποι νά δένονται μέ τόν Σωτήρα τους Υἱό τοῦ Θεοῦ. Μοιάζει ἡ θέση του μέ τόν Ἰωάννη Πρόδρομο, πού διαλαλοῦσε ἐν ταπεινώσει «ἐκεῖνον δεῖ αὐξάνειν, ἐμέ δέ ἐλαττοῦσθαι» (Ἰωάν. 3,30), ἐνῶ διαρκῶς παρέπεμπε τούς μαθητές του στόν Ἰησοῦ Χριστό. Κι ἀκόμη πιό πίσω μοιάζει μέ τόν Μωϋσῆ, πού ὅπως ἐκεῖνος καθοδηγοῦσε τούς Ἰουδαίους ἀπό τή δουλεία τῆς Αἰγύπτου στή γῆ τῆς ἐπαγγελίας, ἔτσι κι αὐτός καθοδηγεῖ τούς πιστούς ἀπό τή δουλεία τῶν παθῶν τους στή γῆ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, στή σχέση τους, ὅπως εἴπαμε, μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό.
Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ὁ πνευματικός ἔχει ὡς κύριο γνώρισμα τήν ταπείνωση καί τήν πάνω σ’ αὐτήν θεμελιωμένη θυσιαστική ἀγάπη. Εἶναι (πρέπει νά εἶναι) ἕτοιμος καί τήν ψυχήν αὐτοῦ νά θυσιάσει πρός χάρη τῶν πνευματικῶν τέκνων του, ὅταν βλέπει ὅτι ἀπαιτεῖται τοῦτο, κατά τό πρότυπο τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί ὅλων τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας (πρβλ. Ἰωάν. 10,11 ἑξ.). Ἄν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς ἔσωσε κυρίως μέ τή σταυρική Του θυσία, ἄν ὁ ἴδιος μᾶς δίδαξε ὅτι ὁ καρπός θά ἔρθει μόνον «ἐάν ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσών εἰς τήν γῆν ἀποθάνῃ» (Ἰωάν. 12,24), ἄν ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔλεγε ὅτι προτιμοῦσε νά γίνει ἀνάθεμα, προκειμένου νά σωθοῦν οἱ συμπατριῶτες του (πρβλ. Ρωμ. 9,3), κάτι πού καί ὁ Μωϋσῆς τό ζήταγε ἀπό τόν Θεό, δέν μπορεῖ ὁ πνευματικός πατέρας νά λειτουργήσει μέ διαφορετικό τρόπο.
Γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία μας θεωρεῖ ὅτι τό διακόνημα τοῦ πνευματικοῦ δέν εἶναι γιά ὅλους. Μπορεῖ κάποιος νά εἶναι κληρικός καί λόγω τῆς ἱερωσύνης του δυνάμει νά μπορεῖ νά ἐξομολογεῖ, ὅμως ἡ Ἐκκλησία μας τό ἀρνεῖται. Κι εἶναι ὁ ἐπίσκοπος πού θά κρίνει σέ ποιόν θά ἀναθέσει τή λεπτή αὐτή ἀποστολή, ἡ ὁποία θεωρεῖται ὡς ἡ σκληρότερη καί ὀδυνηρότερη ἴσως στό ἔργο ἑνός ἱερέως. Κι εἶναι φορές πού ἀκριβῶς λόγω τῆς ὑψηλῆς αὐτῆς ἀποστολῆς ἀπαιτεῖται ὁ ἴδιος ὁ ἐπίσκοπος νά ἄρει τό διακόνημα αὐτό ἤ καί ὁ ἴδιος ὁ πνευματικός νά ἀνακρούσει πρύμναν καί νά ἀποποιηθεῖ, ἴσως ἄχρι καί πάλι καιροῦ, τήν ἰδιότητά του αὐτή. Ὁμολογῶ κι ἐγώ ἐν ταπεινώσει ὅτι κάποιες φορές ἔχω βρεθεῖ σ’ αὐτόν τόν πειρασμό, νά σταματήσω γιά λίγο τή διακονία μου ὡς πνευματικός, ἀκριβῶς γιατί ἔρχομαι σέ συναίσθηση τοῦ τί ἀπαιτεῖται γι’ αὐτό καί τί Σταυρό συνιστᾶ γιά τόν κάθε πνευματικό!
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, πάνω στό συγκεκριμένο θέμα, στό ‘Εξομολογητάριόν του ἀναφέρει ὅτι «τήν πνευματική πατρότητα πρέπει νά ἀναλαμβάνουν καί νά ἀσκοῦν, μόνον ἐκεῖνοι πού ἔφθασαν μέ τήν ἄσκηση στήν ἀπάθεια. Αὐτή εἶναι ἡ ἀκρίβεια τῆς Ἐκκλησίας. Ταυτόχρονα ὅμως, ἐπειδή γνωρίζει τίς ἀνάγκες καί τίς ἐλλείψεις τῆς ἐποχῆς του, συνιστᾶ στούς ἀρχιερεῖς νά ἐπιλέγουν τουλάχιστον τούς ἐμπειροτέρους καί γεροντοτέρους «καί τούτους νά καθιστῶσι πνευματικούς. Ἐπειδή αὐτοί διά τήν ἡλικίαν, εἶναι καί ἐμπειρότεροι εἰς τήν γνῶσιν, καί τά πάθη ἔχουν ὁπωσοῦν καταδαμασμένα». Δέν ἀποκλείει καί τούς νεωτέρους, ἄν αὐτοί διαθέτουν ἀρετή καί φρόνηση γεροντική. Υἱοθετεῖ ἀκόμη τήν ἄποψη νά γίνονται πνευματικοί «οἱ ἐν γάμῳ ἱερεῖς ὄντες, δηλ. καί κατά τά ἄλλα ἄξιοι, πάρεξ οἱ παρθένοι καί ἄγαμοι ἱερομόναχοι» (π. Βασιλείου Καλλιακμάνη, Ἡ πνευματική πατρότητα...).
Δέν θά ἐπιμείνω ἄλλο στή θέση τοῦ πνευματικοῦ. Θά ἤθελα ὅμως νά τονίσω τήν ἀναγκαιότητά του στή ζωή ἑνός Χριστιανοῦ, προκειμένου ὁ Χριστιανός αὐτός νά βοηθηθεῖ, καθώς εἴπαμε, στή σχέση του μέ τόν Χριστό καί τήν ὀρθή ἔνταξή του στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
(α) Πρῶτα ἀπ’ ὅλα θά πρέπει νά θυμηθοῦμε ὅτι εἶναι τέτοια ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου, πού τό στοιχεῖο τῆς κοινωνίας μέ τόν ἄλλο εἶναι δεδομένο. «Οὐ καλόν εἶναι τόν ἄνθρωπον μόνον ἐπί τῆς γῆς»! Κι ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλά εἶναι ἔτσι ὁ ἄνθρωπος, ὥστε μαθαίνει καί γνωρίζει τόν ἑαυτό του μόνον σέ σχέση μέ τόν ἄλλο, πρωτίστως τόν Θεό ἀλλά καί τόν συνάνθρωπό του. Εἶναι γνωστή ἡ ἐπισήμανση τῶν ἀρχαίων ὅτι ὁ καθένας ἔχει τά σφάλματά του στήν πλάτη του, ἐνῶ βλέπει καθαρά τά σφάλματα τοῦ ἄλλου. Κι εἶναι ἐπίσης γνωστό τό περιστατικό πού καταγράφει ὁ μοναχός τοῦ 6ου μ. Χ. αἰώνα Ἰωάννης Μόσχος στό «Λειμωνάριόν» του, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο κάποιος κληρικός, ἐνῶ τελοῦσε λανθασμένα τήν πρόθεση στή Θ. Λειτουργία, ἀλλά ἔβλεπε Ἀγγέλους λόγω τῆς ἁγιότητάς του, διδάχτηκε ἀπό ἕνα διάκονο πού ἔτυχε κάποια φορά νά ἔρθει στό ναό του. Καί στήν ἐρώτηση τοῦ κληρικοῦ στόν Ἄγγελο πού παρευρισκόταν, γιατί αὐτός δέν τοῦ ἀπεκάλυπτε τό λάθος του, ὁ Ἄγγελος τοῦ ἀπάντησε: «ὁ Θεός θέλει ὁ ἄνθρωπος νά μαθαίνει καί νά διδάσκεται ἀπό τόν συνάνθρωπό του». Δέν εἶναι τυχαῖο ἄλλωστε ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Θεός μᾶς ἔσωσε, καθώς ἔγινε ἄνθρωπος, «ὁμοιοπαθής ἡμῖν», καί ὄχι ἄγγελος ἤ κάτι ἄλλο.
Ὁ πνευματικός λοιπόν ὡς ὁ ἄλλος συνάνθρωπος πού παρευρίσκεται στήν κατεξοχήν ὀρθή θέση τοῦ ἀνθρώπου ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, τή θέση τῆς μετανοίας, μπορεῖ νά τόν βοηθήσει νά δεῖ τόν ἑαυτό του καί στά σημεῖα ἐκεῖνα πού ἀδυνατεῖ ὁ ἴδιος νά δεῖ. 
(β) Ὁ ἄνθρωπος δυστυχῶς ἀπαρχῆς ξέπεσε στήν ἁμαρτία. Κι εἶναι ἡ οὐσία τῆς ἁμαρτίας, ὁ ἐγωισμός, μέ τά παρακλάδια τῆς φιληδονίας, τῆς φιλαργυρίας καί τῆς φιλοδοξίας, πού τόν κάνουν νά βλέπει παραμορφωτικά τόν ἑαυτό του. Ὄχι μόνον ἡ ἴδια ἡ ἀνθρώπινη φύση μας λόγω τῆς κοινωνικότητάς της δέν μᾶς ἀφήνει νά δοῦμε ὀρθά τόν ἑαυτό μας, ἀλλά πολλῷ μᾶλλον ἡ ἁμαρτία μας. Διότι ἡ ἁμαρτία θολώνει τόν πνευματικό ὁρίζοντα τῆς ψυχῆς μας, ὅπως τά σύννεφα καλύπτουν τήν καθαρότητα τοῦ οὐρανοῦ καί ἡ ἀκαθαρσία δέν ἀφήνει στόν καθρέπτη νά εἰκονίσει ὀρθά τό εἴδωλο, κατά τίς ὡραῖες εἰκόνες ἰδίως τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων. Στήν πνευματική πορεία μας λοιπόν ὁ πνευματικός εἶναι ἐκεῖ, γιά νά ἀποκαθιστᾶ μέ διάκριση τήν τραυματισμένη ὅραση τοῦ ἀνθρώπου. Νά τοῦ καθαρίζει τούς ὀφθαλμούς, ὥστε ὁ Χριστός καί ἡ Βασιλεία Του νά μή χάνονται ἀπό τό ὀπτικό του πεδίο. Εἶναι γεγονός ὅτι Χριστιανοί πού ἐπέλεξαν νά πορεύονται χωρίς πνευματικό ὁδηγό, τόσο πολύ τυφλώθηκαν, ὥστε νά θεωρήσουν τόν ἑαυτό τους τέλειο καί σχεδόν Θεό. Ἀκόμη καί καλόγεροι πού πλανήθηκαν τόσο, ὥστε νά ἀποκρύπτουν ἀπό τό γέροντά τους τούς λογισμούς τους, ἔφτασαν στό σημεῖο νά γκρεμοτσακιστοῦν, μέ τήν πεποίθηση ὅτι πέφτουν ἀντί τοῦ γκρεμοῦ στά χέρια τοῦ Βασιλέως Χριστοῦ.
Ὁ πνευματικός λοιπόν εἶναι ἐκεῖ, γιά νά ἰσορροπεῖ τόν πιστό καί νά τόν φέρνει κάθε φορά στά μέτρα του. Νά τόν ἀποτρέπει ἀπό τίς τυχόν «φυσιώσεις», ἀλλά καί ἀπό τίς τυχόν καταβαραθρώσεις του. Νά τόν ἐλέγχει διακριτικά στίς ὑπερήφανες πτήσεις του, ἀλλά καί νά τόν παρηγορεῖ καί νά τόν ἐμψυχώνει στίς μελαγχολικές καθόδους του. Ποιός φυσιολογικός ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἔχει ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στόν ἑαυτό του; Καί ἡ μικρότερη δόση αὐτογνωσίας μᾶς ὁδηγεῖ στό συμπέρασμα ὅτι πρέπει νά βάζουμε ἐρωτηματικό ἀκόμη καί στίς θεωρούμενες σωστές ἐπιλογές μας. Ἰδίως στή σημερινή ἐποχή πού καί ἡ ψυχιατρική ἐπιστήμη μᾶς ἐπιβεβαιώνει ἔξωθεν τό ἁμαρτωλό βάθος τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως γιά παράδειγμα τό συμπέρασμα ψυχιατρικοῦ συνεδρίου πρό ὀλίγου καιροῦ ὅτι σχεδόν τό 70% τῶν ἀνθρώπων, ἀπό στατιστικές ἔρευνες, εἶναι σέ κατάσταση ἀνισορροπίας, προβάλλει ἐπιτακτικότερη ἡ ἀνάγκη στόν πιστό γιά σχέση μέ τόν πνευματικό του. 
Ἡ θεολογική θεμελίωση, θά λέγαμε, αὐτῆς τῆς πραγματικότητας βρίσκεται στό πρόσωπο τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ: ἄν Ἐκεῖνος ἀποτελεῖ τό ἀληθινό ὅριο τοῦ ἀνθρώπου, κυριολεκτικά τό μέτρο τοῦ ἀπόλυτα ἰσορροπημένου ἀνθρώπου, ὡς «τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος χωρίς ἁμαρτίας», κατά τή διατύπωση τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἄρα κάθε ἄνθρωπος, ἀκόμη κι ὁ μεγαλύτερος ἅγιος, ἔχει στοιχεῖα κολοβώσεως καί ἀνισορροπίας. Ποιός λοιπόν, καί πάλι τό ἐπαναλαμβάνουμε, μπορεῖ νά καυχηθεῖ δι’ ἑαυτόν, χωρίς νά τόν θέτει ἐκτός πραγματικότητας;
(γ) Πέραν τούτων: ἡ πνευματική ζωή ἔχει πλῆθος παγίδων καί πειρασμῶν, πού ὀφείλονται ὄχι μόνον στήν ἀτέλεια τῆς ἀνθρώπινης φύσης καί τή μόνιμη λειτουργία τῆς ἁμαρτίας μέ ὅλα τά παρακλάδια της, αλλά καί στήν ὕπαρξη καί ἐπενέργεια τῶν πονηρῶν δαιμονικῶν δυνάμεων. Ὁ ἀπ. Παῦλος μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι «οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρός αἷμα καί σάρκα, ἀλλά πρός τάς ἀρχάς, πρός τάς ἐξουσίας, πρός τούς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρός τά πνευματικά τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις» (Ἐφεσ. 6,12), ὁ δέ ἀπ. Πέτρος μᾶς προειδοποιεῖ ὅτι «ὁ ἀντίδικος ὑμῶν διάβολος ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ, ζητῶν τίνα καταπίῃ» (Α΄ Πέτρ. 5,8).
Ἔτσι ὁ πνευματικός εἶναι ἀναγκαῖος καί γιά τίς περιπτώσεις ἐκεῖνες κατά τίς ὁποῖες ὁ πιστός δέχεται ἐπιθέσεις δαιμονικές καί μπορεῖ εὔκολα νά πλανηθεῖ καί νά ἀποπροσανατολιστεῖ, ὅπως γιά παράδειγμα στίς περιπτώσεις ὁραμάτων καί κυρίως ὀνείρων. Δέν εἶναι λίγες οἱ φορές πού ἕνας πιστός εἶναι ἕτοιμος νά πιστέψει κάποιο ὄνειρό του μέ τήν ἐμφάνιση τάχα κάποιου ἁγίου ἤ καί τῆς Παναγίας, ἐνῶ φαίνεται καθαρά ὅτι πρόκειται περί φαντασίας ἤ ἀκόμη καί δαιμονικῆς ἐπηρείας. Στό συγκεκριμένο σημεῖο καλό εἶναι νά θυμόμαστε αὐτό πού ἀναφέρει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ὅτι τά ὄνειρα τά πιστεύουν μόνον οἱ ἄπειροι καί οἱ ἄσοφοι, ἐνῶ οἱ ἔμπειροι καί σοφοί τά ἀπορρίπτουν καί δέν δίνουν σημασία. Κι ὁ ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς, μέγας νηπτικός ἀσκητικός διδάσκαλος, σέ ἔργο του στή Φιλοκαλία φτάνει στό σημεῖο νά λέει ὅτι πρέπει να ἀπορρίπτουμε ἀκόμη καί τά ἐκ Θεοῦ προερχόμενα ὄνειρα, ἀπό τό φόβο μήπως γενικά πλανηθοῦμε ἀπό αὐτά. Κι ὁ πανάγαθος Θεός θά μᾶς ἐπαινέσει γι’ αὐτό, γιατί ἀκριβῶς τό κάναμε γιά νά ἀποφύγουμε πλάνη δαιμονική. 
Μέ ὅλα τά παραπάνω, ἡ ἀναγκαιότητα τοῦ πνευματικοῦ εἶναι φανερή σέ ὅλους, ἀλλ’ ἐννοεῖται ἐκείνου τοῦ πνευματικοῦ, πού πορεύεται καί αὐτός ὀρθά στήν πνευματική ζωή, μέ ὑπακοή καί τοῦ ἴδιου στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί στόν δικό του πνευματικό καί πού γι’ αὐτό μπορεῖ νά εἶναι κυβερνήτης τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν. Διαφορετικά, ὁ πιστός ἐρχόμενος σ’ ἐπαφή μέ μή διακριτικό πνευματικό, καταποντίζεται ἤ κινδυνεύει νά καταποντιστεῖ, σύμφωνα καί πάλι μέ τήν ὡραία εἰκόνα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, ὁ ὁποῖος ἀναφέρει τίς περιπτώσεις ὅπου «συναντᾶ κανείς ναύτη ἀντί κυβερνήτη, καί ναυαγεῖ εὑρισκόμενος μέσα καί σ’ αὐτό τό λιμάνι»!
Ὁ ἅγιος Σιλουανός τοῦ Ἄθω ἀναφερόμενος σ’ ἐκεῖνον τόν ποιμένα πού πορεύεται κατά τή δική του ἁπλῶς γνώμη καί ὄχι ἀσκούμενος νά ἀνακαλύπτει «τί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τό ἀγαθόν, τό εὐάρεστον καί τέλειον» (Ρωμ. 12,2), γράφει: «Πᾶσαι αἱ συμφοραί ἐπέρχονται εἰς ἡμᾶς, διότι δέν ἐρωτῶμεν τούς πνευματικούς πατέρας, οἵτινες ἐτέθησαν, ἵνα καθοδηγοῦν ἡμᾶς. Οἱ δέ ἱεράρχαι καί πνευματικοί, διότι δέν ἐρωτοῦν τόν Κύριον πῶς πρέπει νά ἐνεργήσουν» (ἀρχ. Σωφρονίου, ὁ ἅγιος Σιλουανός...).
Μέ τήν ἐπισήμανση αὐτή ἐρχόμαστε στό δεύτερο καί καθαυτό μέρος τῆς εἰσηγήσεώς μας, τήν ἐπιλογή πιά τοῦ πνευματικοῦ.


Ἡ ἐπιλογή τοῦ Πνευματικοῦ


Ἄν, ὅπως εἴπαμε παραπάνω, εἶναι τόσο καίρια ἡ θέση τοῦ πνευματικοῦ, κατανοοῦμε πόσο καίρια καθίσταται καί ἡ ἀνάγκη τῆς ὀρθῆς ἐπιλογῆς του. Κι ἐδῶ ἀναφύονται ἄλλα προβλήματα, πού σχετίζονται μέ τήν εὐθύνη τοῦ ἴδιου τοῦ πιστοῦ. Γιατί πρέπει νά σημειώσουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας τό θέμα τῆς ἐπιλογῆς τό ἀφήνει στόν πιστό. Ἐνῶ γιά τά ἄλλα μυστήρια τῆς πίστεώς μας συνήθως μᾶς παραπέμπει στήν ἐνορία μας, διότι αὐτή συνιστᾶ τήν πνευματική μας οἰκογένεια στήν περιοχή πού ζοῦμε, - μολονότι καί γι’ αὐτό, τή γεωγραφική καί συνεπῶς στατική ἔννοια τῆς ἐνορίας, ἔχουν ἀπό πολύ καιρό ἤδη ἀρχίσει νά ἀκούγονται καί ἄλλες ἀπόψεις καί νά κατατίθενται καί διαφορετικές προτάσεις -, στό θέμα τῆς ἐξομολόγησης καί τῆς πνευματικῆς καθοδήγησης, τό θέμα δηλ. τοῦ πνευματικοῦ, τό ἀφήνει, καθώς λέμε, ἀνοικτό. Εἶναι σάν τόν ἰατρό πού ἐπιλέγει κάποιος. Μπορεῖ ἐλεύθερα νά πάει σέ ὅποιον θέλει, καί ὄχι ἀναγκαστικά σ’ αὐτόν τῆς γειτονιᾶς του. 
Τήν ἀνάγκη γιά ὀρθή ἐπιλογή πνευματικοῦ τόνιζε πολύ συχνά καί ὁ γέροντας Πορφύριος, ἐπαναλαμβάνοντας παρεμφερῶς μάλιστα τά λόγια τοῦ ὁσίου Ποιμένα: «σέ πρόσωπο πού ἡ συνείδησή σου δέν σέ πληροφορεῖ, μήν ἐμπιστεύεσαι τήν ἐξομολόγησή σου», ἐνῶ ἕνα περιστατικό πού καταγράφεται στά διάφορα κυκλοφορούμενα Γεροντικά εἶναι πολύ ἀποκαλυπτικό γιά τό θέμα αὐτό καί ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ νά τό θυμίσω:
«Ἕνας νέος μοναχός πολεμήθηκε ἀπό σαρκική ἐπιθυμία καί πῆγε νά ἐξομολογηθῆ σέ κάποιο γέροντα Ἐρημίτη. Ἐκεῖνος ὅμως, ἀσυνήθιστος νά δέχεται ἀπό ἄλλους λογισμούς, μόλις ἄκουσε τήν ἐξομολόγησι τοῦ νέου, ταράχτηκε, ἀγανάκτησε καί τόν ἔλεγε ἀνάξιο τοῦ μοναχικοῦ βίου. Ὁ μοναχός ἔχασε τελείως τό θάρρος του, ἀκούοντας τόν ἐρημίτη νά ἐκφράζεται ἔτσι, ἔπεσε σέ ἀπόγνωσι κι ἀποφάσισε νά γυρίση πίσω στόν κόσμο. Στό δρόμο συνάντησε τόν ἀββᾶ Ἀπολλώ, πού εἶχε φήμη ἐμπείρου πνευματικοῦ. Μέ μιά ματιά πού τοῦ ἔριξε, ὁ Γέροντας κατάλαβε τήν ταραχή τῆς ψυχῆς του.
- Γιατί εἶσαι θλιμμένος, τέκνον μου; τόν ρώτησε μέ καλωσύνη.
Ὁ ἀδελφός δέν ἔδωσε ἀπόκρισι. Ὁ ἀββᾶς Ἀπολλώς ὅμως ἐπέμενε νά τόν ἐρωτᾶ μέ τόσο ἐνδιαφέρον, πού στό τέλος λύγισε καί τοῦ ἐξωμολογήθηκε τόν πόλεμό του καί τήν ἀπελπισία πού τοῦ εἶχαν φέρει τά λόγια τοῦ ἐρημίτη.
- Γιατί ἀπελπίζεσαι, παιδί μου; τοῦ εἶπε τότε ὁ Γέροντας. Ἐγώ σ’ αὐτή τήν ἡλικία ἀκόμη πειράζομαι ἀπό τέτοιες ἐπιθυμίες. Γύρισε πίσω στό κελλί σου καί συνέχισε μέ θάρρος τόν ἀγῶνα σου. Ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ δέν θά σ’ ἀφήση ἀβοήθητο.
Τά παρηγορητικά λόγια τοῦ καλοῦ πνευματικοῦ ἰατροῦ ἀναπτέρωσαν τίς ἐλπίδες τοῦ ἀπελπισμένου. Γύρισε στό κελλί του, ἀποφασισμένος νά συνεχίση τόν ἀγῶνα του, ὥσπου νά τόν ἐπισκεφθῆ ἡ χάρις, γιά νά τόν ἀπαλλάξη ἀπό τόν πόλεμό του.
Ἀφοῦ πρόλαβε τήν καταστροφή τοῦ νέου, θέλησε ὁ ἀββᾶς Ἀπολλώς νά διορθώση καί τοῦ ἐρημίτη τήν ἀπειρία. Πῆγε ἔξω ἀπό τό κελλί του καί προσευχήθηκε στόν Θεό νά παραχωρήση νά ἔλθη καί σ’ αὐτόν ὁ ἴδιος πόλεμος.
Δέν πρόλαβε νά τελειώση τήν προσευχή του κι εἶδε μπροστά του ἕναν πανύψηλο ἀράπη νά ρίχνη βέλη πύρινα ἐναντίον τοῦ γέρου ἐρημίτη. Ἐκεῖνος παρευθύς ἄρχισε νά στριφογυρίζη, σάν μεθυσμένος, ἀπό τήν ἄλογη ἐπιθυμία. Ἄπειρος καθώς ἦταν σέ παρόμοιο ἀγώνα, συγχύστηκε, καί μή μπορώντας πολύ ν’ ἀντέξη, πῆρε τόν ἴδιο δρόμο γιά τήν πολιτεία, πού πρίν ἀπό λίγο εἶχε τραβήξει ὁ νέος. Ὁ ἀββᾶς Ἀπολλώς ὅμως τόν πρόφτασε.
- Ποῦ πηγαίνεις τόσο συγχυσμένος, ἀδελφέ; τόν ρώτησε.
Ἐκεῖνος ἀπό τή ντροπή του δέ σήκωνε κεφάλι ν’ ἀπαντήση.
- Γύρισε στό κελλί σου, τοῦ εἶπε ἐπιτιμητικά ὁ γέροντας, κι ἔχε τόν ἑαυτό σου ἀγνοημένο ἀπό τό Διάβολο. Δέν σοῦ δόθηκε εὐκαιρία νά παλαίψης μαζί του, γι’ αὐτό οὔτε μιᾶς ἡμέρας πειρασμό δέν κατώρθωσες νά ὑπομείνης. Καί ἄλλη φορά μήν ἐπιχειρήσης νά συμβουλέψης ἄλλον, ἀφοῦ ὁ ἴδιος εἶσαι ἄπειρος καί ἀδίδαχτος.
Ἀφοῦ τόν συμβούλεψε ὅσο ἔπρεπε, ἔκανε προσευχή στόν Κύριο ὁ Γέροντας, κι εὐθύς ἀπαλλάχτηκε ἀπό τόν πόλεμο ὁ ἐρημίτης.
- Πήγαινε τώρα στό κελλί σου, τοῦ εἶπε, καί παρακάλεσε τόν Θεό νά σοῦ χαρίζη σύνεσι» (Γεροντικόν, ἐκδ. Ρηγοπούλου, Θεσ/κη 1969, σελ. 347 ἑξ.).
Συνεπῶς: ἡ ἐπιλογή τοῦ πνευματικοῦ εἶναι κρίσιμο καί καίριο θέμα καί πρέπει μέ μεγάλη εὐθύνη νά ἀντιμετωπίζεται ἀπό ὅλους, καί τούς πνευματικούς καί τούς λαϊκούς ἀδελφούς. Μέ τί κριτήριο ὅμως γίνεται πολλές φορές ἡ ἐπιλογή αὐτή ἀπό πολλούς; Δυστυχῶς κι ἐδῶ λειτουργεῖ συχνά τό στοιχεῖο τοῦ ἐγωϊσμοῦ. Δηλ. ἡ ἐπιλογή γίνεται ὄχι μέ γνώμονα τό πνευματικό συμφέρον, ἀλλά τήν κοσμικότητα καί τήν ἐπιφάνεια, γεγονός πού δημιουργεῖ τρόμο στούς ἐν ἐπιγνώσει χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι βλέπουν ὅτι ἀκόμη καί στά τίμια καί καίρια τῆς πίστεως τόν πρῶτο λόγο, ἔστω καί μέ λανθάνοντα τρόπο, τόν ἔχει ἡ ἁμαρτία. 
Ἄς δοῦμε ὅμως μερικές περιπτώσεις μή ὀρθῆς ἐπιλογῆς πνευματικοῦ:


Ἡ ἐπιλογή τοῦ θεωρούμενου Γέροντα 
καί χαρισματούχου.


Ὑπάρχουν πιστοί πού ψάχνουν νά βροῦν ὡς πνευματικό ἐκεῖνον πού ἔχει φήμη Γέροντα καί χαρισματούχου, ἐκεῖνον πού διορατικά θά δώσει ἀπάντηση σέ κάποια προβλήματά τους. Κάνουν ταξίδια, ὑποβάλλονται σέ κόπους, χάνουν πολύτιμο χρόνο, γιά νά τούς δεῖ ἐκεῖνος πού ἄκουσαν ὅτι κάνει θαύματα, ὅτι τούς ἀποκαλύπτει μυστικά τῆς ζωῆς τους, ὅτι μ’ ἕνα λόγο τους ἀνοίγει νέες προοπτικές γι’ αὐτούς.
Καί δέν ἔχουμε κανένα λόγο βεβαίως ν’ ἀμφισβητήσουμε τήν ὕπαρξη τῶν Γερόντων αὐτῶν, μέ τό διορατικό καί προορατικό χάρισμα. Κάθε ἄλλο μάλιστα! Πῶς εἶναι δυνατόν νά θέσει κανείς ἐν ἀμφιβόλῳ ὅ,τι εἶναι ἐκ Θεοῦ, χωρίς νά γίνει θεομάχος; Μά μιά τέτοια κατάσταση κυνηγητοῦ τους πολύ συχνά ὑποκρύπτει τήν ἀνυπαρξία τῆς γνήσιας μετάνοιας, φανερώνει ἕναν ἀβυσσαλέο ἐγωϊσμό, ἐνῶ ὑποβιβάζει τήν πνευματική ζωή σ’ ἐπίπεδο φακιρισμοῦ. Ἄλλο νά ὁδηγηθοῦν τά βήματά μου σέ ἕναν τέτοιο γέροντα γιά νά πάρω τήν εὐλογία του καί πιθανόν λύση σέ κάποιο ἰδιαίτερο πρόβλημά μου, καί ἄλλο νά θεωρῶ ὅτι μόνον σ’ αὐτόν μπορῶ νά καταθέσω τήν ψυχή καί τούς λογισμούς μου καί ἄν δέν τόν βρῶ, δέν θά χρειαστῶ κανέναν ἄλλον!
Τέτοιες περιπτώσεις ἀνθρώπων ἦσαν ἀπευκτέες καί γιά τούς ἴδιους τούς Γέροντες, οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦσαν νά τίς ἀποφύγουν, ἤ σέ ἀδυναμία ἀποφυγῆς τίς θεωροῦσαν ὡς μεγάλη κόπωσή τους! 
Δυστυχῶς σ’ αὐτές τίς περιπτώσεις βρίσκει ἔδαφος νά ἀναπτυχτεῖ καί τό φαινόμενο τοῦ ψευδο-γεροντισμοῦ, τῆς καταστάσεως δηλ. κατά τήν ὁποία κάποιοι κληρικοί ἤ καί ἁπλοί καλόγεροι ἐκμεταλλεύονται τούς ἀφελεῖς καί ἀνυποψίαστους πνευματικά αὐτούς πιστούς, πού εἶναι ἕτοιμοι νά τά δώσουν ὅλα στόν θεωρούμενο γέροντα. Κι ἀντί νά βροῦν ἐκεῖνον πού θά τούς «ἀνοίξει τά μάτια» στήν πνευματική ζωή, προκειμένου νά κατανοήσουν τό μεγαλεῖο τῆς κατά Χριστόν ζωῆς καί τήν ἐλευθερία πού ὁ Χριστός δίνει στούς ἀνθρώπους, συναντοῦν ἐκεῖνον πού τούς ὑποδουλώνει συνήθως στόν ἑαυτό τους, τούς δημιουργεῖ τήν αἴσθηση τῆς ἀνικανότητάς τους χωρίς αὐτόν, κρατώντας τους πάντοτε στό ἐπίπεδο τῆς πνευματικῆς νηπιότητας, μέ ἀποτέλεσμα συχνό τή συναισθηματική καί ὑλική ἀφαίμαξή τους, καί τό χειρότερο: τήν κατάρρευσή τους σέ περίπτωση ἀνάνηψής τους!
Μέσα στά πλαίσια τοῦ ψευδο-γεροντισμοῦ ἐντάσσεται καί ἡ περίπτωση ἐκείνων τῶν κληρικῶν, οἱ ὁποῖοι χωρίς νά ἔχουν κακή καί πονηρή διάθεση ἐκμεταλλεύσεως τῶν ἀνθρώπων τούς ἀντιμετωπίζουν ὡς ὑποτακτικούς μοναστηριοῦ. Κι ἐνῶ πρόκειται γιά κοσμικούς, μέ τήν ἔννοια ἐν τῶ κόσμῳ εὑρισκομένους, ἀνθρώπους πού τό στοιχεῖο τῆς ὑπακοῆς ὑφίσταται μέν, ἀλλά πιό χαλαρά κι ὄχι μέ τόν τρόπο ἑνός καλογέρου, ὅμως δέχονται πιέσεις καί ἔλεγχο ἀπό αὐτούς τούς κληρικούς, μέ κίνδυνο, ὅπως εἴπαμε, τήν ψυχική τους διάλυση, ἀλλά πολύ συχνά καί τήν οἰκογενειακή τους καταστροφή! Στήν περίπτωση αὐτή ὁ συνδυασμός ἀκατήχητου καί ἄπειρου πνευματικά ἀνθρώπου ἀφενός καί κληρικοῦ ἀδιάκριτου καί μέ «ζῆλον οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν» ἀφετέρου συνιστᾶ ἐκρηκτικό δίδυμο: ὅ,τι πιό ἐπικίνδυνο μπορεῖ νά βρεθεῖ!
Ἡ ἐπιδίωξη λοιπόν χαρισματούχου πνευματικοῦ γιά τή ζωή τοῦ πιστοῦ εἶναι συνήθως ἀποτυχημένη, γιατί, τό λιγότερο, ἀποκαλύπτει ἐπιφανειακή μή ὀρθή πνευματική ζωή του.


Ἡ ἐπιλογή τοῦ διάσημου καί 
φημισμένου πνευματικοῦ. 


Κι ἐδῶ τά πράγματα δέν πᾶνε πίσω, καθώς λέμε. Ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνεται ὅτι ἡ ἐπιλογή αὐτή εἶναι ἡ ἐνδεδειγμένη: διαλέγει κανείς ἐκεῖνον πού κατά τεκμήριο εἶναι πολύ καλός πνευματικός. Ἔτσι λέει ὁ κόσμος. Τό πλῆθος πού συνωστίζεται μέ τήν παρουσία του συνιστᾶ ἀπόδειξη. Εἶναι ὅμως ἔτσι; Στήν περίπτωση αὐτή κριτήριο δέν εἶναι καί πάλι τό πνευματικό συμφέρον τοῦ πιστοῦ, ἡ κατά Χριστόν προκοπή του, ἀλλά ἡ γνώμη τοῦ κόσμου. Καί γνωρίζουμε ὅτι πολύ συχνά ἡ ἀκολουθία τῆς γνώμης τοῦ κόσμου, τό ν’ ἀκολουθεῖ κανείς τό συρμό, ὑποκρύπτει τήν ἀνασφάλεια τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος δέν στηρίζεται στίς δικές του δυνάμεις, ἀλλά ψάχνει τή μητρική ἀγκαλιά, ἐν προκειμένω: τήν ἀγκαλιά τῆς μάζας. Μέ ἄλλα λόγια τό κριτήριο δέν εἶναι πνευματικό, ἀλλά ψυχολογικό. 
Χωρίς νά ἔχουμε τήν παραμικρή διάθεση ἀμφισβήτησης τῆς ἁγιότητας ἑνός τέτοιου πνευματικοῦ, διασήμου καί φημισμένου - γιά νά πηγαίνει πλῆθος κόσμου σ’ αὐτόν, κάτι βρίσκει πού μιλᾶ στήν καρδιά του - πρέπει νά ἐπισημάνουμε τήν ἀλήθεια: στήν περίπτωση πού καταφεύγει κανείς στόν πνευματικό μέ ὄνομα, πρέπει νά εἶναι ἕτοιμος νά μήν μπορεῖ ἴσως νά ἐξομολογηθεῖ καί νά καθοδηγηθεῖ σωστά. Γιά τόν ἁπλούστατο λόγο ὅτι δέν ἐπαρκεῖ ὁ χρόνος στόν πνευματικό αὐτό. Ὁπότε ἤ δέν θά τόν βρεῖ τότε πού πιθανόν τόν χρειάζεται – μπορεῖ νά περιμένει ὧρες χωρίς ἀποτέλεσμα ἤ νά τοῦ κλειστεῖ ραντεβοῦ μετά ἀπό καιρό - ἤ κι ἄν τόν βρεῖ, πρέπει νά εἶναι πολύ σύντομος στή συνάντηση μαζί του, γιατί τό πλῆθος ἔξω πού περιμένει, ἀδημονεῖ καί συγχύζεται. 
Ἔτσι συμβαίνει τό παράδοξο: νά πηγαίνω σέ καλό πνευματικό, ἀλλά νά μήν ἐξομολογοῦμαι καί νά μή καθοδηγοῦμαι σωστά! 


Ἡ ἐπιλογή τοῦ τυχαίου πνευματικοῦ: 
«ὅποιος βρεθεῖ μπροστά μου».


Ἡ περίπτωση αὐτή, μολονότι δέν στηρίζεται σέ ὀρθό κριτήριο, - τό εἴδαμε μάλιστα καί προηγουμένως μέ τό περιστατικό τοῦ Γεροντικοῦ - φανερώνει κάποια θετικά στοιχεῖα γιά τόν πιστό: 
α. Ἄν δέν συνιστᾶ μιά τυπική διαδικασία ἡ ἐξομολόγηση γι’ αὐτόν, ἡ ἀναζήτηση τοῦ ὅποιου πνευματικοῦ δείχνει ὅτι ὁ προσερχόμενος σ’ αὐτόν πιέζεται ἀπό κάποιο ἐσωτερικό του πρόβλημα, γιά τό ὁποῖο πιστεύει ὅτι θά βρεῖ λύση σέ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. 
β. Ἡ καταφυγή σέ ὅποιον πνευματικό βρῶ, δείχνει ἀπό τήν ἄλλη τήν πίστη τοῦ ἁπλοῦ συνήθως ἀνθρώπου στούς κληρικούς, ἀφοῦ προφανῶς ὅλους τούς βλέπει ἐξιδανικευμένα μέ δυνατότητα νά τόν βοηθήσουν καί νά τόν ἀποκαταστήσουν στή σχέση του μέ τόν Θεό! 
Ἐξηγήσαμε ὅμως ὅτι τό κριτήριο αὐτό δέν εἶναι σωστό, γιατί μπορεῖ ἀκριβῶς ὁ ἄνθρωπος νά μήν καθοδηγηθεῖ σωστά στήν πνευματική του πορεία καί συνεπῶς νά εἶναι καταστροφική γι’ αὐτόν ἡ συνάντηση μέ τόν πνευματικό. Ὅμως, ἀπό τήν ἄλλη, ἔχει ὁ Θεός! Συνήθως σ’ αὐτές τίς περιπτώσεις δέν ἀφήνει τόν ἁπλό χριστιανό ἀβοήθητο, ἀλλά τοῦ στέλνει ἐκεῖνον πού θά τόν καθοδηγήσει ἤ καί ἀκόμη, μπορεῖ νά φωτίσει τόν ὅποιο πνευματικό, χάριν τῆς ταπείνωσης τοῦ ἐξομολογουμένου, νά πεῖ τά δέοντα πού τοῦ χρειάζονται. 


Ἡ ἐπιλογή τοῦ θεωρούμενου 
ἐπιεικῆ πνευματικοῦ.


Ἡ περίπτωση αὐτή ἐκ πρώτης ὄψεως θεωρεῖται ἡ χειρότερη: ἐπιλέγει ὁ πιστός ἐκεῖνον τόν πνευματικό, πού κύριο γνώρισμά του ἔχει τήν ἐπιείκεια, δηλ. δέν ἐλέγχει μέ αὐστηρότητα, δέν βάζει κανόνες, εἶναι συγκαταβατικός πρός τίς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες. Ἡ ἐπιλογή αὐτή φανερώνει ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος δέν φαίνεται νά ἔχει γνήσια διάθεση μετανοίας καί ἀλλαγῆς, καί ἁπλῶς θέλει νά ἔχει ἕναν πνευματικό, πού νά καταφεύγει κατά καιρούς πρός ἐφησυχασμό τῆς συνειδήσεώς του. Στό βάθος ὁ ἁμαρτωλός τρόπος ζωῆς εἶναι ὁ ἀρεστός σ’ αὐτόν καί μᾶλλον ἡ κεντρική ἐπιλογή τῆς ζωῆς του. Μέ ἄλλα λόγια ὁ πιστός αὐτός «ἐκπειράζει τόν Θεόν» (πρβλ. Ματθ. 4,7), ἔστω καί ἀνεπίγνωστα, ὁπότε ἀντί νά συναντᾶ τόν Θεό ὡς σωτήρα καί παρηγορητή, Τόν συναντᾶ ὡς ὀργή καί τιμωρία! «Ἑκουσίως γάρ ἁμαρτανόντων ἡμῶν μετά τό λαβεῖν τήν ἐπίγνωσιν τῆς ἀληθείας, οὐκέτι περί ἁμαρτιῶν ἀπολείπεται θυσία, φοβερά δέ τις ἐκδοχή κρίσεως καί πυρός ζῆλος ἐσθίειν μέλλοντος τούς ὑπεναντίους» (Ἑβρ. 10, 26-27). (Γιατί, ἄν ζοῦμε στήν ἁμαρτία μέ τή θέλησή μας παρ’ ὅλο πού γνωρίσαμε καλά τήν ἀλήθεια, δέν ἀπομένει πιά καμιά θυσία γιά τή συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ἀντίθετα, μᾶς περιμένει φοβερή κρίση καί τρομερή φωτιά, που θά καταφάει αὐτούς πού εἶναι ἀντίθετοι στόν Θεό). Ἐδῶ ἔχουμε τό φαινόμενο κατά τό ὁποῖο φεύγει ὁ ἐξομολογούμενος ἀπό τήν ἐξομολόγηση καί ἔχει μεγαλύτερο βάρος στήν καρδιά του ἀπ’ ὅ,τι ὅταν ἦλθε, ἀφοῦ στήν πραγματικότητα αὔξησε τίς ἁμαρτίες του!
Ὅμως ὑπάρχει καί ἡ ἄλλη ὄψη, ἡ ὁποία πρέπει ἰδιαιτέρως νά προβληματίσει ἐμᾶς τούς κληρικούς: πέρα ἀπό τό γεγονός ὅτι κάποιος μπορεῖ νά ἀναζητεῖ τόν ἐπιεική πνευματικό γιά λόγους ψυχολογικούς κι ὄχι γιά λόγους ἀμετανοησίας, - μιλᾶμε γιά εὐαίσθητους συνήθως ἀνθρώπους πού δέν ἀντέχουν τήν αὐστηρότητα καί τόν ἔλεγχο - δείχνει ἡ ἀναζήτηση συχνά τοῦ ἐπιεικῆ πνευματικοῦ τήν εἰκόνα πού ἔχουν διαμορφώσει πολλοί ἄνθρωποι γιά ἐμᾶς τούς κληρικούς: τῶν αὐστηρῶν καί ἄτεγκτων ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἀδυνατοῦμε νά συγκαταβοῦμε στίς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες! Ἔχουν δηλ. τήν εἰκόνα στήν πραγματικότητα τῶν Φαρισαίων καί Σαδδουκαίων τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ, καί συνεπῶς μιά εἰκόνα ἡ ὁποία δέν ἔχει καμμία σχέση μέ αὐτήν πού ἀπεκάλυψε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός: τοῦ στοργικοῦ πατέρα, τοῦ φίλου καί ἀδελφοῦ, ὁ ὁποῖος συγκαταβαίνει - ὄχι ἀμνηστεύει - στίς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες, ἕτοιμος νά χαρεῖ ἤ νά κλάψει μέ τούς ἀνθρώπους. 
Στίς τελευταῖες περιπτώσεις ἔχουμε ἀξιοσυμπάθητους ἀνθρώπους, πού τό σκεπτικό τους καί ἡ ἀναζήτησή τους δέν διαφέρει καί πολύ ἀπό τό σκεπτικό καί τήν ἀναζήτηση τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἄθω, ὁ ὁποῖος, κατά τή μαρτυρία τοῦ γέροντος Σωφρονίου τοῦ Ἔσσεξ, «κάποια φορά ὅταν ἦταν μικρός, ἔβρασε χοιρινό κρέας κι ἔφαγε ὅλη ἡ οἰκογένειά του, ἀλλά ἡμέρα Παρασκευή. Καί πέρασε μισό ἔτος ἀπό τότε, ἕως ὅτου τό χειμώνα, μιά γιορτή, ὁ πατέρας εἶπε στόν Συμεών (μετέπειτα ἅγιο Σιλουανό) μ’ ἕνα γλυκό χαμόγελο: - Θυμᾶσαι, παιδί μου, πού μοῦ ἔβρασες χοιρινό κρέας στό χωράφι; Ἦταν Παρασκευή, ξέρεις, καί τό ἔτρωγα σάν νά ἦταν πτῶμα.
- Καί γιατί δέν μοῦ τό εἶπες τότε;
- Δέν ἤθελα νά σέ συγχύσω, παιδί μου.
Διηγούμενος ὁ Γέροντας Σιλουανός γεγονότα ἀπό τή ζωή του στό πατρικό σπίτι προσέθετε: «Νά, τέτοιο γέροντα ἤθελα νά ἔχω: ποτέ δέν θύμωνε καί ἦταν πάντοτε μετρημένος καί ἥσυχος. Σκεφτῆτε, ἔκανε ὑπομονή μισό χρόνο καί βρῆκε τήν κατάλληλη στιγμή, ὥστε νά μέ διορθώση καί νά μή μέ συγχύση»!


Τελικά λοιπόν, πῶς θά πρέπει νά γίνει 
ἡ ἐπιλογή τοῦ πνευματικοῦ;


1. Καταρχάς ἐξηγήσαμε ὅτι ἄν κανείς εἶναι καλοπροαίρετος, καί κακή ἐπιλογή νά κάνει, δέν θά τόν ἀφήσει ὁ Θεός. Γιατί τελικά ἡ ἐξομολόγηση καί ἡ πνευματική καθοδήγηση ἐξαρτῶνται πρωτίστως ἀπό τόν ἴδιο τόν ἐξομολογούμενο πιστό. Ἄν ὁ πιστός προσέρχεται ἐν μετανοίᾳ καί ταπεινώσει, τότε καί μιά πέτρα θά κάνει ὁ Θεός νά μιλήσει. Δέν εἶναι ἄδικος ὁ Θεός γιά νά νά ἀδικήσει μιά καλοπροαίρετη καρδιά. Ὅπως καί τό ἀντίθετο: καί τόν πιό ἅγιο πνευματικό νά πλησιάσει κάποιος, ἄν δέν εἶναι καλοπροαίρετος, σέ τίποτε δέν θά ὠφεληθεῖ. Εἶναι αὐτό πού ἔλεγε ὁ γέροντας Παΐσιος σέ κάποιους πού τόν πλησίαζαν ἀπροετοίμαστοι: «πηγαίνετε πρῶτα νά ἐξομολογηθεῖτε ἐν μετανοίᾳ καί μετά ἐλᾶτε νά συζητήσουμε. Γιατί τώρα, σέ κατάσταση ταραχῆς, ὅ,τι σᾶς πῶ, θά τό διαστρεβλώσετε».
2. Ἀνθρωπίνως ὅμως χρειάζεται ὁ πιστός νά κάνει ἐπιλογή. Καί τό κριτήριο πρέπει νά εἶναι τό πνευματικό συμφέρον του. Δηλ. νά ἐπιλέξει ἐκεῖνον πού πληροφορούμενος γι’ αὐτόν μπορεῖ νά τόν βοηθήσει νά ξεπεράσει τά πάθη του. Αὐτό σημαίνει ὅτι στήν ἀρχή τῆς ἐπιλογῆς πρέπει νά εἶναι κανείς ἐπιφυλακτικός. Κι ἄν δεῖ ὅτι ὄντως βοηθεῖται ἀπό τόν πνευματικό, ἐκεῖ νά ἐπιμείνει, ἀποφεύγοντας ὅμως τούς δύο σκοπέλους: 
α. τήν ἀπολυτοποίηση τοῦ πνευματικοῦ του, κάτι πού ὁδηγεῖ σέ ρήξη μέ ἄλλους καί ἀποκαλύπτει μεγάλο ἐγωσμό, καί 
β. τήν περιφρόνηση κάποια στιγμή τοῦ πνευματικοῦ, λόγω ἴσως κάποιων ἀνθρωπίνων ἀτελειῶν του. Ἄς ἀκούσουμε λίγο τόν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος ὁ ὁποῖος σέ παρόμοιο προβληματισμό γιά ἐκεῖνον πού θέλει νά γίνει μοναχός ἀναφέρει:
«Ἐάν βρέθηκες σέ ἕνα ἄγνωστο πνευματικό ἰατρεῖο καί ἰατρό, ἄς συμπεριφέρεσαι σάν περαστικός καί ἄς πλουτήσης ἀθόρυβα τήν πεῖρα σου μέ ὅλα ὅσα θά παρατηρήσης ἐκεῖ. Καί ὅταν βλέπης ὅτι θεραπεύονται ἐκεῖ οἱ ἀσθένειές σου καί μάλιστα ὁ ὄγκος τῆς ὑπερηφανείας σου -τό πιό σπουδαῖο καί περιζήτητο- τότε ἀποφάσισε νά παραμείνης...». 
«Ἐκεῖνοι πού ἀλλάζουν εὔκολα Μοναστήρι (πνευματικό θά λέγαμε ἐμεῖς), εἶναι τελείως ἀπρόκοφτοι. Διότι τίποτε δέν συντελεῖ τόσο στήν ἀκαρπία, ὅσο ἡ ἔλλειψις ὑπομονῆς».
 «Ἀνάλογα μέ τά πάθη πού ὑπάρχουν μέσα μας, πρέπει νά κοιτάξουμε καί νά ἐκλέξουμε τούς Γέροντες, ὅπου θά ὑποταγοῦμε. Δηλαδή: ἄν εἶσαι ἐπιρρεπής στή λαγνεία, διάλεξε ὡς γυμναστή σου ἕναν ἀσκητικό καί αὐστηρότατο στή νηστεία Γέροντα. Μή διαλέξης κανέναν σπουδαῖο καί θαυματουργό, ὁ ὁποῖος ὅμως φιλοξενεῖ πρόθυμα καί στρώνει τραπέζι στόν καθένα. Ἐάν πάλι εἶσαν ὑπερήφανος, διάλεξε Γέροντα ἀπότομο καί ἀνυποχώρητο, καί ὄχι κανέναν πρᾶο καί φιλεύσπλαχνο». 
 «Ἄς μή ζητοῦμε Γέροντες προγνωστικούς καί προορατικούς, ἀλλά πρό πάντων καί ὁπωσδήποτε ταπεινούς καί καταλλήλους γιά τήν θεραπεία τῶν ἀσθενειῶν μας – πράγματα πού θά φαίνονται καί ἀπό τόν τρόπο τῆς ζωῆς τους καί ἀπό τόν τόπο καί τήν κατάσταση τῆς ἀσκήσεώς τους». 
3. Πρίν νά τελειώσουμε, θά θέλαμε νά θίξουμε δι’ ὀλίγων καί ἕνα θέμα πού πολλές φορές τίθεται: μπορῶ νά ἀλλάξω πνευματικό; Ἤ: μπορῶ κάποια φορά νά πάω καί ἀλλοῦ; Ἡ ἀπάντηση, νομίζουμε ὅτι μέ ὅσα προηγήθηκαν ἔχει μᾶλλον δοθεῖ: Καί βεβαίως μπορεῖ νά ἀλλάξει, ὅταν διαπιστώνει ὅτι μέ τόν πνευματικό πού ἔχει δέν βοηθεῖται στήν κατά Χριστόν προκοπή του. Ἀρκεῖ αὐτό νά μή γίνεται συχνά, διότι περιπίπτει στήν κατάσταση πού μόλις προηγουμένως περιγράψαμε ἀπό τόν ἅγιο Ἰωάννη. Μέ ἄλλα λόγια, ὅταν κάποιος ἔχει ἤδη ἔχει ἀλλάξει πνευματικό μιά φορά, καί στή συνέχεια ἔχει πάλι τόν ἴδιο λογισμό, τότε κατά πᾶσα πιθανότητα δέν φταίει σέ τίποτε ὁ πνευματικός, ἀλλά ὁ συγκεκριμένος πιστός. Πρόκειται γιά τόν «ἀνεπρόκοφτο» τοῦ ἁγίου Ἰωάννη. Ὑπάρχουν δέ καί περιπτώσεις πού καί ὁ ἴδιος ὁ πνευματικός πρέπει νά προτρέψει τόν πιστό νά φύγει ἀπό κοντά του καί νά ὁδηγηθεῖ σέ ἄλλον πνευματικό. Διότι κρίνει ὅτι ἔτσι ὑπηρετεῖται τό πνευματικό συμφέρον τοῦ ἐξομολογουμένου. Δέν θίγεται ὁ ἐγωισμός μας, -δέν εἶναι ἄλλωστε χριστιανικό αὐτό- ὅταν διαπιστώνουμε ὅτι κάποιον πιστό δέν μποροῦμε νά τόν βοηθήσουμε. Ἡ ἀγάπη πάντοτε πρέπει νά εἶναι τό κριτήριό μας. Ἰδού καί σ’ αὐτό τό σημεῖο τί διδάσκει ὁ ἅγιος Ἰωάννης: 
«Ἐξέτασε μήπως ἰδῆς δέντρα, τά ὁποῖα στόν ἰδικό σου ἀγρό πιάνουν ἄδικα τόν τόπο, ἐνῶ μποροῦν ἴσως νά καρποφορήσουν σέ ἄλλο. Αὐτά μήν ἀμελήσης νά τά συμβουλεύσης μέ ἀγάπη νά ἀποσπασθοῦν ἀπό τόν ἰδικό σου ἀγρό καί νά μεταφυτευθοῦν ἀλλοῦ». 

4. Τέλος, εἶναι περιττό καί νά ἀναφέρουμε ὅτι κριτήριο ἐπιλογῆς εἶναι καί τό ἄν ὁ πνευματικός ἔχει ἀκουστεῖ ὅτι δημοσιεύει ἐξομολόγηση πιστοῦ. Θεωρεῖται τότε δεδομένο ὅτι πρέπει νά ἀποχωριστεῖ ἀπό αὐτόν, κάτι πού καί ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία μας τό ὑπονοεῖ, ἀφοῦ θέτει τόν τέτοιο πνευματικό ὑπό κρίση καί ἀκόμη σέ καθαίρεση. «Πουθενά, ἄλλωστε δέν φαίνεται ὁ Θεός νά δημοσίευσε ἐξομολόγηση πού ἄκουσε» (ἅγ. Ἰωάννης). Δέν μποροῦμε ἐμεῖς νά εἴμαστε ὑπέρτεροι καί σ’ αὐτό τό σημεῖο τοῦ Θεοῦ.
Θά τελειώσουμε μέ κάποιες προτροπές τοῦ Μ. Βασιλείου, σχετικές μέ τόν προβληματισμό τοῦ θέματός μας: «Προσπάθησε, λέει, μέ πολλή φροντίδα καί περίσκεψη νά βρεῖς ἄνδρα σταθερό στήν πίστη, πού θά προπορεύεται καί θά εἶναι ὁδηγός στή ζωή σου, πού νά γνωρίζει καλά καί νά ὁδηγεῖ ἐκείνους πού βαδίζουν πρός τόν Θεό, γεμάτος ἀρετές, πού ἡ ἀγάπη του πρός τόν Θεό νά μαρτυρεῖται ἀπό τά ἴδια του τά ἔργα καί πού νά γνωρίζει τήν Ἁγία Γραφή. Νά εἶναι ἀπερίσπαστος, ἀφιλάργυρος, ὄχι πολυάσχολος, φίλος τῆς ἡσυχίας, θεοφιλής, φιλόπτωχος, ἀόργητος, ἀμνησίκακος, ἱκανός νά οἰκοδομεῖ ὅσους τόν πλησιάζουν, ἀκενόδοξος, ταπεινός, νά μή δέχεται κολακεῖες, νά μή μεταβάλει εὔκολα σκέψεις καί νά μήν προτιμάει τίποτε περισσότερο ἀπό τόν Θεό. Κι ἄν βρεῖς τέτοιον ὁδηγό, νά παραδώσεις τόν ἑαυτό σου σ’ αὐτόν...γιά νά βρεθεῖς καθαρό δοχεῖο, ὅπου θά διατηρεῖς τά ἀγαθά πού μπαίνουν μέσα στήν ψυχή σου, πράγμα πού θά εἶναι γιά σένα ἔπαινος καί δόξα». «...Ἄν ὅμως λυπᾶσαι τό σῶμα σου καί ζητᾶς δάσκαλο συγκαταβατικό πρός τά πάθη σου ἤ γιά νά μιλήσω σαφέστερα, πού νά συμμερίζεται τήν πτώση σου, μάταια ἀνέλαβες τό ἄθλημα τῆς (πνευματικῆς ζωῆς)...» (Β. Χαρώνη, Παιδαγ. Ἀνθρωπολογία Μ. Βασιλείου, σελ. 206 ἑξ.).
Εὐχηθεῖτε, λοιπόν,  πρῶτα ἐμεῖς οἱ ἴδιοι οἱ κληρικοί νά ἔχουμε βρεῖ τόν κατάλληλο γιά ἐμᾶς καί τά πάθη μας πνευματικό, τόν ὁποῖο κατά καιρούς θά ἐπισκεπτόμαστε γιά τήν κάθαρση τῆς ψυχῆς μας καί τήν καθοδήγησή μας, ὥστε ἐν ἐπιγνώσει καί πείρᾳ στή συνέχεια νά μποροῦμε νά προσφέρουμε τή διακονία μας ὡς πνευματικοί καί στόν ἐν συγχύσει, ἀλλ’ ἐν δίψῃ ψυχῆς τελοῦντα εὐλογημένο λαό μας. Διότι «καθαρθῆναι δεῖ πρῶτον, καί εἶτα καθᾶραι, γενέσθαι φῶς καί εἶτα φωτίσαι». Διαφορετικά, θά ἀκοῦμε κι ἐμεῖς τό «ἰατρέ, θεράπευσον ἑαυτόν» τοῦ Κυρίου (Λουκ. 4,23), κι ἀκόμη χειρότερα, τό «τυφλός τυφλόν ἐάν ὁδηγῇ, ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται» (Ματθ. 15,14).

Από το βιβλίο «Καρδία Καιομένη» των εκδόσεων ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ

Δεν υπάρχουν σχόλια: