Κυριακή 8 Μαΐου 2011

Η αγάπη της γυναίκας,

Η αγάπη της γυναίκας, του μακαριστού Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου,



Ακούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο τῆς σημερινῆς Κυριακῆς τῶν Μυροφόρων. Μὲ τὶς πρῶτες λέξεις ὁ εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος μᾶς μεταφέρει στὸν φοβερὸ τόπο ὅπου ἐσταύρωσαν τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν οἱ Ἑβραῖοι, στὸ φρικτὸ Γολγοθᾶ.

Εἶνε Μεγάλη Παρασκευή. Ἡ δίκη εἶχε ἀρχίσει νωρὶς τὸ πρωὶ ἐνώπιον τοῦ ῾Ρωμαίου ἡγεμόνος καὶ τέλος βγῆκε ἡ ἀπόφασι νὰ καταδικασθῇ ὁ Χριστὸς εἰς θάνατον•«ἦν δὲ ὥρα τρίτη (9 τὸ πρωί) καὶ ἐσταύρωσαν αὐτόν (ὑπέγραψε δηλαδὴ ὁ Πιλᾶτος τὸ διάταγμα)»(Μᾶρκ. 15,25). Ὅταν ἡ ὥρα ἔγινε «ὡσεὶ ἕκτη», πλησίαζε δηλαδὴ τὸ μεσημέρι, «τότε παρέδωκεν αὐτὸν αὐτοῖς ἵνα σταυρωθῇ»(Ἰω. 19,14). Καὶ στὶς 12 πλέον ἡ διαταγὴ ἐκτελέσθηκε καὶ ὑψώθηκε ὁ Κύριος πάνω στὸ σταυρό. Ἐκεῖ ἔμεινε μέχρι τὶς 3 τὸ ἀπόγευμα. Στὸ διάστημα ἀπὸ 12 μέχρι 3 ὁ ἥλιος, ἐνῷ μεσουρανοῦσε, ξαφνικὰ κρύφτηκε. Ἔπεσε σκοτάδι πρωτοφανές πάνω στὸ Γολγοθᾶ οἱ στρατιῶτες δὲ μποροῦσαν νὰ δοῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Τέτοιο σκοτάδι δὲν ξανάγινε στὸν κόσμο. Δὲν ἦταν ἔκλειψις ἡλίου, ὅπως λένε μερικοί• ἡ ἔκλειψις εἶνε ἕνα φυσικὸ φαινόμενο ποὺ βαστάει λίγα λεπτά, ἐνῷ τὸ σκοτάδι αὐτὸ κράτησε τρεῖς ὧρες• «ἀπὸ ὥρας ἕκτης …ἕως ὥρας ἐνάτης»(Ματθ. 27,45) , δηλαδὴ μὲ τὸ ἑβραϊκὸ ὡρολόγιο ἀπὸ τὶς 12 τὸ μεσημέρι ἕως τὶς 3 τὸ ἀπόγευμα. Λένε μάλιστα, ὅτι τὶς ὧρες ἐκεῖνες στὴν Ἀθήνα ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, ὁ σοφός, ποὺ εἶδε αὐτὸ τὸ σκοτάδι, εἶπε• Σήμερα «ἢ θεός τις πάσχει ἢ τὸ πᾶν ἀπόλλυται», ἢ κάποιος θεὸς πάσχει ἢ χάνεται τὸ σύμπαν. Κατὰ τὶς 3 τὸ ἀπόγευμα ἀκούστηκε πάνω ἀπὸ τὸ σταυρὸ ἡ φωνὴ τοῦ Κυρίου «Ἠλὶ ἠλί, λιμᾶ σαβαχθανί;», «Θεέ μου Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες;» (ἔ.ἀ. 27,46). Σὲ λίγο εἶπε τὸ «Τετέλεσται» καὶ παρέδωσε τὸ πνεῦμα (Ἰω. 19,30). Τότε ἡ γῆ σείσθηκε, τραντάχτηκε ὁ Γολγοθᾶς, ἄνοιξαν τὰ μνήματα κ᾽ οἱ πεθαμένοι ἀναστήθηκαν (βλ. ἔ.ἀ. 27,51-52).

Ἔγινε ἀκόμη κ᾽ ἕνα ἄλλο μεγάλο σημεῖον• «ἐσχίσθη τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ μέσον» (Λουκ. 23,45). Ποιό εἶνε τὸ «καταπέτασμα» αὐτό; Ὅπως ὁ δικός μας ναὸς χωρίζεται μὲ τὸ τέμπλο, ἔτσι καὶ ὁ ναὸς τοῦ Σολομῶντος εἶχε χώρισμα, ὄχι ἀπὸ ξύλο ἀλλ᾽ ἀπὸ ὕφασμα χοντρό, πολὺ χοντρό. Αὐτὸ λοιπὸν τὸ ὕφασμα σχίστηκε στὴ μέση, ἀπὸ πάνω ὣς κάτω. Ἦταν σημάδι ποὺ ἔδειχνε, ὅτι ἡ εἴσοδος στὰ ἅγια τῶν ἁγίων, ποὺ ἦταν κλεισμένη, τώρα ἄνοιξε. Ἦταν ἀκόμη δεῖγμα ἐγκαταλείψεως πλέον τοῦ ναοῦ ἀπὸ τὸ Θεό• τὰ ἄβατα θὰ παραδίδονταν στοὺς ῾Ρωμαίους νὰ τὰ καταπατήσουν. Καὶ τέλος ἔδειχνε ὅτι, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς ἔκανε τέτοια θαυμαστὰ πράγματα, δὲν σταυρώνεται ἀπὸ ἀδυναμία, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας. Στὶς 3 λοιπὸν τὸ ἀπόγευμα ὁ Κύριος εἶχε ἐκπνεύσει• ἦταν νεκρὸς καὶ ἔρημος – παντέρημος στὸν Κρανίου τόπον. Οἱ ῾Ρωμαῖοι τοὺς καταδίκους αὐτοὺς τοὺς θεωροῦσαν κακούργους καὶ δὲν τοὺς ἔθαβαν• τοὺς ἄφηναν πάνω στοὺς σταυρούς. Κατέβαιναν ὄρνεα, τοὺς ἔβγαζαν τὰ μάτια καὶ τοὺς ἔτρωγαν τὶς σάρκες• σκυλιὰ πεινασμένα πηδοῦσαν κι ἅρπαζαν κομμάτια• στὸ τέλος ἔμεναν μόνο τὰ χοντρὰ κόκκαλα. Γιὰ τοὺς Ἑβραίους ὅμως τὴν ἑπομένη ξημέρωνε ὄχι ἁπλῶς Σάββατο ἀλλὰ τὸ πάσχα τὸ ἑβραϊκό, κ᾽ ἦταν ἁμαρτία μεγάλην᾽ ἀφήσουν ἄταφους τοὺς σκοτωμένους. Τρεῖς ὧρες διωρία εἶχαν• μὲ τὴ δύσι τοῦ ἡλίου, γύρω στὶς 6 δηλαδή, δὲν ἔπρεπε νά ᾽νε κρεμασμένος κανείς στὸ σταυρό.

Ποιός τώρα θὰ φροντίσῃ τὸ Χριστό; Ποιός θὰ πάῃ νὰ τὸν ξεκρεμάσῃ νὰ τοῦ κάνῃ τὴν κηδεία; Ποῦ εἶνε ὁ Πέτρος, οἱ ἄλλοι μαθηταί; ποῦ εἶνε οἱ χιλιάδες ἐκεῖνοι ποὺ ὁ ἐσταυρωμένος αὐτὸς εὐεργέτησε μὲ τόσες καλωσύνες; Κανείς δὲν πλησιάζει. Τρόμος καὶ φόβος κυριαρχεῖ. Κι ὁ ἥλιος πάει νὰ βασιλέψῃ. Ἀλλὰ νά κ᾽ἔρχεται κάποιος τρεχᾶτος• ἀσθμαίνοντας ἀνεβαίνει. Ποιός νά ᾽νε; Κάποιος ἀπὸ τοὺς μαθητάς; Ὄχι. Εἶνε ἕνας κρυφὸς μαθητής• ὁ «Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής» (Μᾶρκ. 15,43). Μὲ τὴ θέσι ποὺ εἶχε κατώρθωσε νὰ πάρῃ τὴν ἄδεια ἀπὸ τὸν Πιλᾶτο. Ἀγόρασε καθαρὸ σεντόνι καὶ πολύτιμα ἀρώματα, ἦρθε στὸ Γολγοθᾶ καὶ μαζὶ μὲ τὸ Νικόδημο ἀνέβηκαν στὸ σταυρό, ξεκρέμασαν μὲ προσοχὴ μεγάλη τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἔπλυναν τὶς πληγές του, τὸν τύλιξαν μὲ τὰ ὀθόνια, τὸν ἄλειψαν μὲ τὰ μύρα, καὶ τὸν ἀπέθεσαν σ᾽ ἕνα τάφο σκαλισμένο σὲ βράχο, ποὺ τὸν ἔκλεισαν βάζοντας στὴν εἴσοδο μιὰ μεγάλη πέτρα. «Μακρόθεν», σὲ κάποια ἀπόστασι, ἦταν οἱ μυροφόρες «γυναῖκες θεωροῦσαι» (ἔ.ἀ. 15,40). Σημάδεψαν τὸ μέρος. Προτοῦ νὰ βασιλέψῃ ὁ ἥλιος πῆγαν κι ἀγόρασαν ἀρώματα. Μετὰ τὴ δύσι ἄρχιζε τὸ Σάββατο –ἡ ἡμέρα στοὺς Ἑβραίους ἀρχίζει ἀπὸ τὴ δύσι τοῦ ἡλίου– κ᾽ ἐπειδὴ τὸ Σάββατο δὲν ἐπιτρεπόταν καμμιά ἐργασία «ἡσύχασαν», λέει τὸ εὐαγγέλιο(Λουκ. 23,56). Μὰ μόλις χάραζε ἡ ἄλλη μέρα, ἔτρεξαν στὸ μνῆμα νὰ βάλουν μύρα. Δὲ λογάριασαν οὔτε φαρισαίους οὔτε ῾Ρωμαίους στρατιῶτες οὔτε Πιλᾶτο, κανένα. Καὶ ἐκεῖ ἀξιώθηκαν νὰ δοῦν τὸν ἀναστάντα Κύριο! Τέτοια ἀγάπη εἶχαν στὸ Χριστό, καὶ γι᾽ αὐτὸ ἀξιώθηκαν πρῶτες αὐτές, πρὶν κι ἀπὸ τοὺς μαθητάς, καὶ ἄκουσαν τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», ὅτι ὁ Κύριος ἀναστήθηκε.

Ἂς προσέξουμε, ἀγαπητοί μου, τὴν ἀγάπη ποὺ ἔδειξαν αὐτὲς οἱ γυναῖκες στὸ Χριστό. Ἡ γυναίκα εἶνε ἕνα πλάσμα ἀσθενές, ἕνα λεπτὸ λουλούδι. Ἐν τούτοις κάνει πράγματα ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τὰ κάνῃ ὁ ἄντρας. Ὁ Θεὸς ἔβαλε στὴν καρδιά της μιὰ τέτοια δύναμι, ποὺ τὴν κάνει ἡρωίδα καὶ μάρτυρα, τὴν ὑψώνει σὲ ὕψος θαυμαστό• ἡ δύναμι αὐτὴ λέγεται ἀγάπη. Ἡ γυναίκα σὰν σύζυγος καὶ σὰν μάνα ἔχει ἀγάπη ἀνεξάντλητη. Ἀναφέρει ὁ Πλούταρχος, ὅτι στὰ πρὸ Χριστοῦ χρόνια ἕνας τύραννος στὴ Λῆμνο συνέλαβε κάποιους ἄντρες, ποὺ δὲν εἶχαν κάνει κάτι κακό, ἁπλῶς δὲν ἀνέχονταν τὴ στέρησι τῆς ἐλευθερίας, τοὺς ἔκλεισε στὴ φυλακὴ καὶ τοὺς κατεδίκασε εἰς θάνατον. Ὅταν ἦρθε ἡ μέρα τῆς ἐκτελέσεως, παρουσιάστηκαν μπροστά του οἱ γυναῖκες τους καὶ τὸν παρακάλεσαν νὰ τὶς ἀφήσῃ, γιὰ λίγη μόνο ὥρα, νὰ δοῦν τοὺς ἄντρες τους τελευταία φορά. -κεῖνος τὶς πίστεψε καὶ τοὺς τὸ ἐπέτρεψε. Καὶ τί ἔκαναν αὐτές• μπῆκαν στὴ φυλακή, ἔντυσαν μὲ τὰ δικά τους γυναικεῖα ροῦχα τοὺς ἄντρες καὶ φόρεσαν αὐτὲς τὰ ἀντρικά. Ἔτσι, καθὼς ἦταν νύχτα, οἱ κατάδικοι ξεγέλασαν τοὺς φύλακες καὶ δραπέτευσαν. Πᾶνε τὸ πρωὶ οἱ φρουροὶ μέσα καὶ βρίσκουν τὶς γυναῖκες. Προτίμησαν νὰ θυσιαστοῦν αὐτές, ἀπὸ τὴν ἀγάπη ποὺ εἶχαν στοὺς ἄντρες τους. Καὶ τέτοια παραδείγματα ὑπάρχουν πολλὰ στὴν ἱστορία, τὴν ἑλληνικὴ καὶ τὴν παγκόσμιο. Ἀλλ᾽ ἐὰν ἡ γυναίκα ἀγαπᾷ μὲ τέτοια ἀγάπη τὸν ἄντρα, τὸ παιδί, τὸν ἀδελφό της, πόσο περισσότερο πρέπει ν᾽ ἀγαπᾷ τὸ Χριστό;

Τὸ Εὐαγγέλιο δὲν ἀπαγορεύει ν᾽ ἀγαπήσουμε καὶ κάποιον ἄλλο• λέει νὰ μὴν ἀγαπήσουμε κανένα παραπάνω ἀπ᾽ τὸ Χριστό (βλ. Μθ 10,37). Γιατὶ αὐτὸς εἶνε πάνω ἀπ᾽ ὅλους καὶ ἀπ᾽ ὅλα, εἶνε τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὠμέγα (βλ. Ἀπ. 1,8• 21,6• 22,13) , ὁ παγκόσμιος ἄξονας γύρω ἀπ᾽ τὸν ὁποῖο στρέφεται ἡ ζωὴ τῶν πάντων. Αὐτὸς μᾶς δίνει τὰ πάντα• τὰ μάτια, τὰ αὐτιά, τὰ χέρια, τὰ πόδια, τὴν καρδιά, τὸ μυαλό, τὴ συνείδησι, τὴ λευτεριά, τὸν ἀέρα, τὸν ἥλιο, τὸ νερό, τοὺς καρπούς, τὰ πάντα. Παραπάνω ἀπ᾽ ὅλα –δὲν εἶπα τίποτε– ἅπλωσε τὰ χέρια του στὸ σταυρὸ καὶ μὲ τὸ αἷμα του μᾶς λύτρωσε, μᾶς θεράπευσε, μᾶς ἔσωσε• μᾶς ἑτοίμασε οὐράνια βασιλεία. Λοιπὸν τί νὰ τοῦ ἀνταποδώσουμε γιὰ τὶς εὐεργεσίες του; Τὴν ἀγάπη καὶ τὴ λατρεία μας.

Εἶνε γεγονός, ἀγαπητοί μου, ὅτι τὸ Χριστὸτὸν ἀγάπησαν καὶ τὸν λάτρευσαν καὶ ἄντρες μεγάλοι καὶ μικρὰ παιδιά, καὶ σοφοὶ καὶ ἐπιστήμονες, κόσμος ὁλόκληρος• ἀλλὰ περισσότερο ἀπὸ ὅλους τὸν ἀγάπησαν οἱ γυναῖκες. Πόσες ἅγιες γυναῖκες μάρτυρες δὲν ἔδωσαν τὴ ζωή τους γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὶς ἑορτάζουμε! Βάλτε φωτιὰ στὰ αἰσχρὰ περιοδικὰ κι ἀνοῖξτε τὰ ἅγια βιβλία τῆς Ἐκκλησίας μας, τὰ συναξάρια, νὰ δῆτε.

Καὶ σήμερα. Δὲν ὑπάρχουν μόνο «ἀστέρια» τοῦ Χόλλυγουντ• ὑπάρχουν καὶ τ᾽ ἀστέρια τοῦ οὐρανοῦ, ὅπως εἶνε οἱ μυροφόρες γυναῖκες. Καὶ δὲν ὑπάρχουν μόνο οἱ γυναῖκες ποὺ προκαλοῦν καὶ σκανδαλίζουν ἀκόμα καὶ μέσα στὸ ναό• ὑπάρχουν καὶ γυναῖκες ἕτοιμες γιὰ θυσία ἐν ὀνόματι Κυρίου. Κι ἂν ὁ κόσμος ξανασταυρώσῃ τὸ Χριστὸ καὶ φύγουν ἀπὸ κοντά του πολλοὶ κι ἀδειάσῃ ἡ ἐκκλησία, κι ἂν ἐμεῖς οἱ ἄντρες τὸν προδώσουμε πάλι καὶ γίνουμε Ἰοῦδες καὶ Πιλᾶτοι καὶ Ἄννες καὶ Καϊάφες καὶ σταυρωταί, κοντά του θὰ μείνῃ ἡ πιστὴ γυναίκα• τελευταία ποὺ θὰ τὸν ἀρνηθῇ θά ᾽νε αὐτή. Γι᾽ αὐτὴ τὴ γυναῖκα ψάλλει σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας, αὐτὴν τιμᾷ, καὶ αὐτὴ εἶνε εὐλογία στὸν κόσμο. Γι᾽ αὐτὴ τὴ γυναῖκα ἁρμόζουν ἔπαινοι καὶ γι᾽ αὐτὴν μαζευόμαστε σήμερα στὴν ἐκκλησία, ὑμνοῦντες καὶ δοξάζοντες Χριστὸν τὸν ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν εἰς αἰῶνας αἰώνων• ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Πηγή: http://aktines.blogspot.com/2011/05/blog-post_9402.html

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Μοσχάτου Ἀθηνῶν τὴν 13-5-1962.

Δεν υπάρχουν σχόλια: