Δευτέρα 28 Μαρτίου 2011

Οι Έλληνες της Ανατολής στην Επανάσταση του ’21



Του Βλάση Αγτζίδη

Η Επανάσταση του 1821 αποτελεί κορυφαίο γεγονός στη σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία, γιατί εγκαινιάζει την αρχή μιας ολόκληρης σειράς εθνικών κινημάτων που στοχεύουν στην καταστροφή των απολυταρχικών εξουσιών. Οι φιλελεύθερες ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης, η δραστηριοποίηση των αστικών στρωμάτων και η τάση για δημιουργία εθνικών κρατών στην Ευρώπη, δίνουν νέα νομιμοποίηση στη αίσθημα για ελευθερία των Ελλήνων, το οποίο είχε προκαλέσει μέχρι τότε σειρά αντιοθωμανικών εξεγέρσεων σ’ όλο τον ελληνικό κόσμο, από τον Πόντο μέχρι την Πελοπόννησο και την Κρήτη. Ο Ιωάννης Καποδίστριας σε κείμενο του 1811 αναφέρει: «Η Γαλλική Επανάσταση και τα έκτακτα γεγονότα που μετέβαλαν τα σύνορα και τις διεθνείς σχέσεις των ευρωπαϊκών κρατών, και ένα πλήθος άλλων αιτίων, που θα ακολουθούσαν ως αποτέλεσμα, δημιούργησαν στους Έλληνες το συναίσθημα ότι αργά ή γρήγορα το πεπρωμένο τους ήταν δυνατόν να μεταβληθεί και θα μπορούσαν καποτε να αποκτήσουν πατρίδα… στην οποία θα ζούσαν με αξιοπρέπεια και ασφάλεια.» (σελ. 66, «Ελλάς», τομ. 2, εκδ. Πάπυρος.)
Η ιδιομορφία της ελληνικής περίπτωσης, σε σχέση με την ευρωπαϊκή εμπειρία ήταν το γεγονός ότι ο εκτεταμένος και πολύμορφος ελληνικός κόσμος είχε μετατραπεί σε έδρα του οθωμανικού Ισλάμ, ενώ τα αστικά του στρώματα βρισκόταν κυρίως στη διασπορά. Η ιδιομορφία αυτή δημιούργησε πολλά προβλήματα στη συνέχεια και σφράγισε με αρνητικό τρόπο την πορεία του νεαρού ελληνικού κρατιδίου. Αυτό όμως αποτελεί ένα άλλο, πολύ μεγάλο ζήτημα.
Παρότι η Επανάσταση έχει μελετηθεί σε μεγάλο βαθμό, εν τούτοις διάφορες παράμετροι που σχετίζονται με το ιδεολογικό, κοινωνικό αλλά και γεωγραφικό πλαίσιο, παραμένουν ακόμα άγνωστοι. Στις παραμέτρους αυτές περιλαμβάνεται και η συμμετοχή των Ελλήνων που κατοικούσαν στις περιοχές που χάθηκαν οριστικά για τον ελληνικό κόσμο μετά το 1922.
Οι Έλληνες του Εύξεινου Πόντου
Ο Εύξεινος Πόντος υπήρξε από την αρχαιότητα περιοχή πυκνής ελληνικής εγκατοίκησης. Εκτός από το πλήθος των παροικιών υπήρχαν και δύο σημαντικές μητροπολιτικές περιοχές των Ελλήνων: ο μικρασιατικός Πόντος και η Κριμαία. Ειδικά ο Πόντος, όπως η Πελοπόννησος, η Ανατολική Θράκη, η Κρήτη και η Κύπρος, υπήρξε περιοχή μεγάλης συγκέντρωσης ελληνικού πληθυσμού. Η περιοχή κατελήφθη από τους Οθωμανούς το 1461. Αρκετούς αιώνες αργότερα, όταν οι Ρώσοι κατέλαβαν τις βόρειες ακτές του Εύξεινου Πόντου, οι περιοχές αυτές θα προσελκύσουν πλήθη Ελλήνων από κάθε γωνιά του ελληνικού κόσμου. Δεν είναι τυχαίο ότι στην Οδησσό θα δημιουργηθεί το 1814 η σημαντικότερη μυστική οργάνωση του υπόδουλου ελληνισμού, η «Φιλική Εταιρεία», ενώ οι ρωσικές πόλεις του βόρειου Εύξεινου Πόντου θα έχουν ιδιαίτερο ρόλο στα επαναστατικά πράγματα των Ελλήνων.
Όσον αφορά τον οθωμανοκρατούμενο μικρασιατικό Πόντο, ο Γεώργιος Κανδηλάπτης αναφέρει ότι «Εν Τραπεζούντι κοινωνοί αυτής εγένοντο οι διδάσκαλοι Ηλ. Κανδήλης και Σάββας Τριανταφυλλίδης…» (Γεωργίου Θ. Κανδηλάπτη, Ποντιακά ιστορικά ανάλεκτα, Αλεξανδρούπολη, 1925, σελ. 14.) Ο ίδιος αναφέρεται στη μύηση του μητροπολίτη Χαλδίας Σιλβέστρου του Β’ και σε άλλα ενδιαφέροντα γεγονότα. Γράφει : «…εμυήθη εις την Φιλικήν Εταιρίας κατηχηθείς υπό του εν Τραπεζούντι σχολάρχου, φίλου και συμμαθητού του Σάββα Τριασνταφυλλίδου… και ότι βραδύτερον διεπιστώθη τούτο εξ επιστολής του εν Κωνσταντινουπόλει αντιπροσώπου του Πρωτοσύγγελου Ιωακείμ, και έδωκεν, ενώπιον δύο απεσταλμένων της Φιλ. Εταιρείας, ελθόντων εις την Αργυρούπολιν υπό το ένδυμα δερβίσσηδων, τον επί τούτω όρκον. Οι ως άνω απεσταλμένοι, περιελθόντες πολλάς ελληνικάς εν Πόντω κοινότητας, πολλούς κατήχησαν και συνδρομάς εισέπραξαν δια τον αγώνα. Τότε έγραψα ότι κατηχήθηκαν και πλείστοι πρόκριτοι και προύχοντες της Αργυρουπόλεως και της επαρχίας Χαλδίας και συνηθροίσθη το σπουδαίον δια την εποχήν εκείνην ποσόν των 12.000 γροσίων, όπερ και απεστάλη μέσον Πατριαρχείων εις την αγωνιζομένην Ελλάδα.» (Γεωργίου Θ. Κανδηλάπτη, Οι Πόντιοι κατά τους αγώνας της επαναστάσεως», Ποντιακή Εστία, τεύχ. 13, 1962, σελ. 6623-6626.)
Σημαντική εκπρόσωπος της ποντιακής συμμετοχής υπήρξε η οικογένεια των Υψηλαντών, η οποία, όπως και η άλλη ποντιακή οικογένεια των Μουρούζηδων, έδωσαν τα πάντα στον Αγώνα. Η οικογένεια των Υψηλαντών ενσάρκωσε με τον πλέον αποκαλυπτικό τρόπο το γεγονός της στράτευσης όλων των Ελλήνων στο στόχο της πολιτικής αποκατάστασης του υπόδουλου γένους.
Το πιθανότερο είναι να κατάγονται από το χωριό Υψηλή της περιοχής του Όφεως του μικρασιατικού Πόντου. Η ιστορική αυτή οικογένεια συνδέθηκε με τους Κομνηνούς και συνέβαλε στη εδραίωση του κράτους της Τραπεζούντας που ιδρύθηκε μετά την άλωση της Πόλης από τους Φράγκους το 1204. Μετά την κατάληψη του Πόντου από τους Οθωμανούς το 1461 η οικογένεια των Υψηλαντών βρέθηκε στο περιθώριο. Το 1665 ο Αντίοχος Κομνηνός θα μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη. Η οικογένεια θα έχει εφεξής σημαντικό ρόλο εξαιτίας της μόρφωσης που λάμβαναν τα μέλη της και της ευφυϊας που τα χαρακτήριζε. Ο πατέρας του Αλέξανδρου και του Δημήτριου Υψηλάντη, ο Κωνσταντίνος, υπήρξε συνεχιστής των εθνικών ενεργειών και των σκέψεων για την απελευθέρωση των Χριστιανών της Ανατολής. Ο διορισμός του ως ηγεμόνος της Μολδοβλαχίας του έδωσε τη δυνατότητα να επιχειρήσει την υλοποίηση των σχεδίων του με διάφορους διπλωματικούς και άλλους χειρισμούς. Τελικά πέθανε φυγάς, καταδιωκώμενος από τους Οθωμανούς, στην Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας. Λίγο πριν το θάνατό του έδωσε την περίφημη παρακαταθήκη στο πρωτότοκο Αλέξανδρο: «Υιέ μου, μη λησμονήσεις ότι οι Έλληνες μόνον εις εαυτούς πρέπει να στηρίζονται όπως γίνουν ελεύθεροι.»
Ο Αλέξανδρος ανέλαβε την Γενική Αρχηγεία της Φιλικής Εταιρείας. Στις 22 Φεβρουαρίου του 1822 πέρασε τον Προύθο επικεφαλής μερικών μόνο αντρών. Στις 24 Φεβρουαρίου κήρυξε την Επανάσταση. Η προκήρυξή του είχε την επιγραφή «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος». Ο συνολικός στρατός του Υψηλάντη έφτανε τις 7.500 χιλιάδες άντρες, από τους οποίους οι 2.500 ήταν ιππείς. Στις δυνάμεις αυτές συμπεριλαμβανόταν και το επίλεκτο στρατιωτικό σώμα με την επωνυμία «Ιερός Λόχος». Ως αποτέλεσμα της διαφωνίας με τον τοπικό Ρουμάνο ηγέτη Βλαδιμηρέσκου και της καταγγελίας από τη Ρωσία της Επανάστασης, τα οθωμανικά στρατεύματα μπόρεσαν να την καταβάλουν. Η κρίσιμη μάχη έγινε στο Δραγατσάνι στις 7 Ιουνίου. Η ηρωϊκή αντίσταση και η θυσία του «Ιερού Λόχου» με επικεφαλής τον Νικόλαο Υψηλάντη, σήμαναν την καταστολή της εξέγερσης. Περισσότεροι από 200 Ιερολοχίτες έπεσαν στη μάχη και 37 αιχμαλωτίστηκαν για να αποκεφαλιστούν αργότερα στην Κωνσταντινούπολη. Σώθηκαν 136, οι οποίοι θα καταλήξουν στις ρωσικές φυλακές. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης θα συλληφθεί από τους Αυστριακούς και θα παραμείνει στη φυλακή μέχρι το 1827.
Από τους διασωθέντες Ιερολοχίτες εκτιμάται ότι οι 19 κατάγονταν από τον Πόντο. Ο Αχιλλέας Ανθεμίδης αναφέρει ότι ο Σουλτάνος θεώρησε τον «Ιερό Λόχο» ως ποντιακή στρατιωτική μονάδα και ότι με αυτήν πρόφαση εξόντωσε τους προκρίτους της Αργυρούπολης του Πόντου. Αναφέρει επίσης ότι με φιρμάνι απαγορεύτηκε στον πληθυσμό της Αργυρούπολης και άλλων περιοχών να υδροδοτείται από τις βρύσες κατά την επέτειο της μάχης του Δραγατσανίου. (Αχιλλέας Ανθεμίδης, Τα απελευθερωτικά στρατεύματα του ποντιακού ελληνισμού 1912-1924, Θεσσαλονίκη, εκδ. Ευσταθίου Γιαλτουρίδη, 1998, σελ. 115-116).
Η τελευταία μάχη στις παραδουνάβιες περιοχές θα γίνει στη Μονή Σέκου στις 9 Σεπτεμβρίου με επικεφαλής τους Γεωργάκη Ολύμπιο και Φαρμάκη. Όμως ήδη η Επανάσταση είχε απλωθεί στο Νότο της βαλκανικής χερσονήσου, στο Μωριά και στη Ρούμελη.
Σημαντικό ρόλο στην ελληνική Επανάσταση θα παίξει και Δημήτριος Υψηλάντης, δευτερότοκος γιος του Κωνσταντίνου. Εκπαιδεύτηκε στη Γαλλία και κατετάχθη στο ρωσικό στρατό με το βαθμό του λοχαγού. Ο αδελφός του Αλέξανδρος, αρχηγός των Φιλικών, τον απέστειλε στην Πελοπόννησο που είχε ήδη ακολουθήσει την επανάσταση ως «πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου». Συμμετείχε στις πρώτες μάχες του Αγώνα κατά των Τούρκων. Πολιόρκησε την Τρίπολη, εκστράτευσε για την υπεράσπιση του κορινθιακού κόλπου, καθοδήγησε την έφοδο κατά του Ναυπλίου, προκάλεσε την πτώση του Ακροκορίνθου. Διόμισι μήνες μετά την κήρυξη της Επανάστασης, ο Δημήριος Υψηλάντης φέρνει από την Τεργέστη στην Ελλάδα το πρώτο ξύλινο πιεστήριο. Η πρώτη έντυπη εφημερίδα της ελεύθερης Ελλάδας εκδίδεται στις 2 Αυγούστου 1821 στην Καλαμάτα με εκδότη τον Θεόκλητο Φαρμακίδη και τυπογράφο τον Κωσταντίνο Τόμπρα από τις Κυδωνίες της Μικράς Ασίας.
Το 1822 αναγορεύτηκε πρόεδρος του Βουλευτικού. Εκστράτευσε κατά του Δράμαλη στη Φθιώτιδα, όπου και ηττήθηκε. Στη συνέχεια, μαζί με τους καπετάνιους της Πελοποννήσου τον κατενίκησε στα Δερβενάκια. Ο Δημήτριος Υψηλάντης θεωρούσε ότι δύο κακοδαιμονίες ταλάνιζαν τον ελληνισμό: ο εξωτερικός δανεισμός και οι εμφύλιες συγκρούσεις. Με την εισβολή του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο το 1825, ο Υψηλάντης τέθηκε επι κεφαλής λίγων πατριωτών και απέκρουσε τους Οθωμανούς κοντά στους Μύλους, τη Λέρνη. Η ηρωϊκή αντίσταση προκάλεσε τον θαυμασμό των ξένων. Οι φιλέλληνες στις Ηνωμένες Πολιτείες έδωσαν σε μια ολόκληρη πόλη στην πολιτεία του Μίσιγκαν, 48 χιλιόμετρα από το Ντιτρόϊτ, το όνομα Ypsilanti. Εκατό χρόνια αργότερα, η προτομή του Δημητρίου θα στηθεί στο κέντρο της πόλης που έφερε το όνομά του.
Ο Δημήτριος συνέχισε να συγκούεται με τον Ιμπραήμ. Τον νίκησε στη μάχη της Βέρβενας στην πρώτη μάχη. Ηττήθηκε όμως στη δεύτερη και με δυσκολία απέφυγε την αιχμαλωσία. Η κατάσταση επιδεινώθηκε σημαντικά. Τον Ιούλιο του 1825 άρχισε κυκλοφορεί η ιδέα να ζητηθεί από τους Άγγλους να θέσουν την Ελλάδα υπό την αποκλειστική προστασία τους, δηλαδή να την μετατρέψουν σε προτεκτοράτο. Ο Δημήτριος Υψηλάντης αντέδρασε σφοδρά στη ιδέα αυτή με αποτέλεσμα να αποδοκιμαστεί με ψήφισμα από την Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου και να εκπέσει κάθε αξιώματος. Το 1826 η άδικη αυτή απόφαση ακυρώθηκε από τη Συνέλευση της Ερμιόνης και αποκαταστάθηκαν τα δικαιώματα και τα αξιώματά του.
Ο Υψηλάντης στήριξε με κάθε τρόπο τον Καποδίστρια. Ανέλαβε αρχιστράτηγος Ανατολικής Ελλάδας και την εκκαθάρισε με μάχες από τους Οθωμανούς. Η μάχη της Πέτρας υπήρξε η επιφανέστερη των νικών του και μια από τις σημαντικότερες της Επανάστασης. Τα οφέλη ήταν μεγάλα σε ηθικό και στρατιωτικό επίπεδο. Απελευθερώθηκε πλήρως η Στερεά Ελλάδα έως την Αλαμάνα, εκτός από την Αθήνα, την Εύβοια και το φρούριο της Χαλκίδας που βρισκόταν στην βοιωτική ακτή. Η νικηφόρος μάχη της Πέτρας στις 12 Σεπτεμβρίου του 1828 επισφράγησε τον υπέρ της ελευθερίας Αγώνα των Ελλήνων, ο οποίος άρχισε με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη τον Φεβρουάριο του 1821 στη Μολδοβλαχία και ολοκληρώθηκε από τον αδελφό του Δημήτριο στη Βοιωτία. Το γεγονός αυτό έχει ιδιαίτερη συμβολική σημασία αναδεικνύοντας πρωτίστως το πανελλήνιο του Αγώνα. Η μάχη της Πέτρας ήταν ιδαιτέρως σημαντική και για τον κυβερνήτη της Ελλάδας Ιωάννη Καποδίστρια, γιατί του έδωσε τη δυνατότητα να διεκδικήσει σε διπλωματικό επίπεδο την ενσωμάτωση της Στερεάς Ελλάδας στην υπό σύσταση ελληνική επικράτεια. Τα τρία πρωτόκολλα του Λονδίνου λίγο αργότερα (22/1 ή 3/2 1830) θα επισφραγήσουν τη θετική αυτή εξέλιξη.
Στα επαναστατικά στρατεύματα στον ελληνικό Νότο θα συναντήσουμε Πόντιους αγωνιστές. Ο Κάνις γράφει: «Ουχ ήττον και πολλοί νέοι Πόντιοι μέσον Ρωσίας και Ρουμανίας κατήλθον εις την Ελλάδα και επολέμησαν γενναίως εν Ηπείρω και Στερεά Ελλάδα…» Ο εντοπισμός τους είναι δύσκολος γιατί ανάφερονται ως προερχόμενοι από τη Μικρά Ασία. Σε μια μελέτη για τους Μικρασιάτες αγωνιστές Κ. Μ. Κωνσταντινίδη «Η συμβολή των Μικρασιατών εις την εθνική αναγέννησιν» που δημοσιεύτηκε το 1940 στο περιοδικό Μικρασιατικά Χρονικά, ο Οδυσσέας Λαμψίδης κατάφερε να εντοπίσει 17 Πόντιους αγωνιστές και να δημοσιεύσει με πλήρη τεκμηρίωση τα ονόματά τους. Ο εντοπισμός τους έγινε από τον τοπωνυμικό χαρακτηρισμό τους, όπως για παράδειγμα, Τραπεζανλής, Τραπεζούντιος, Μαυροθαλασσίτης, Σιναπλής, Κιουμουσχανελής. (Οδ. Λαμψίδου, «Έλληνες Πόντιοι εις την εθνεγερσίαν του 1821, Αρχείον Πόντου, τόμ. 33, Αθήνα, 1975-1976, σελ. 9-10). Το ζήτημα της περαιτέρω διερεύνησης μέσα από τα κρατικά Αρχεία, παραμένει ανοικτό.
Ιωνία
Στην πλούσια ιωνική γη ο ελληνισμός ρίζωσε από τον 14ο αιώνα π.χ. Εκεί δημιουργήθηκαν τα κορυφαία πνευματικά δημιουργήματα των Ελλήνων. Ο Όμηρος, με την ποίηση, υπήρξε ο ανυπέρβλητος τραγωδός των επών του πρώιμου ελληνισμού. Εκεί αναπτύχθηκε η ιωνική φιλοσοφική σχολή, η οποία έβαλε τις βάσεις για ολόκληρη τη δυτική αιτιοκρατική σκέψη.
Κατά τους σκοτεινούς αιώνες της μουσουλμανικής οθωμανικής κυριαρχίας, η Ιωνία υπήρξε χώρος μεγάλης οικονομικής και πνευματικής ανάπτυξης των Ελλήνων. Η Σμύρνη αποτελούσε το δεύτερο εθνικό κέντρο μετά την Κωνσταντινούπολη. Τα σχολεία της, όπως και αυτά των Κυδωνιών (Αϊβαλί), υπήρξαν εστίες με μεγάλη πνευματική ακτινοβολία. Η πνευματική ανάπτυξη της Ιωνίας θα εκφραστεί το 1819 με την ίδρυση τυπογραφείου στο Αϊβαλί, σε οίκημα της εκκλησίας της Παναγίας της Ορφανής. Η πρώτη του έκδοση είναι μια «Ωδή» της Ευανθίας Καϊρη και ένα στιχούργημα προς τιμήν του A. Didot. Η εκδοτική δραστηριότητα θα παύσει μετά την έκρηξη της επανάστασης και την καταστροφή της πόλης στις 3 Ιουνίου 1821.
Ένας από τους κορυφαίους εμπνευστές της ελληνικής πολιτικής αναγέννησης, ο Αδαμάντιος Κοραής, ήταν Σμυρνιός. Το κίνημα της Φιλικής Εταιρείας είχε βρει γόνιμο έδαφος στην Ιωνία. Πολλοί Έλληνες της Ιωνίας έσπευσαν στην επαναστατημένη Ελλάδα για να πολεμήσουν τους κατακτητές. Οι παραθαλάσσιες ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας έδιναν σημαντική βοήθεια στους επαναστάτες, προκαλώντας την οργή των Οθωμανών.
Με αφορμή την ανατίναξη ενός οθωμανικού πλοίου από μπουρλοτιέρηδες στο λιμάνι της Ερεσσού, στα τέλη του Μαϊου του 1821, έδωσε την αφορμή για την καταστροφή του Αϊβαλιού και των 30.000 Ελλήνων κατοίκων του. Ο Δημήτρης Φωτιάδης περιγράφει ως εξής την καταστροφή της ιωνικής πόλης: «…η μισοαυτόνομη πες εκείνη πολιτεία στα Μικρασιατικά παράλια συγκέντρωσε το φθόνο και τη βουλιμία της αρπαγής του δυνάστη. Γενίτσαροι, ζεϊμπέκια, ταγκαλάκια, γιουρούκηδες άρχισαν να μαζεύονται για να τη διαγουμίσουν. Οι λάμψεις του ντελινιού της Ερεσσού στάθηκαν το σύνθημα ν’ αρχίσουν οι σφαγές. Στέλνουνε μήνυμα στο στόλο μας, που καθώς είπαμε βρισκόταν σ’ εκείνα τα νερά, να τους γλυτώσει από σίγουρο χαμό. Φουντάρουν τα καράβια μας έξω από το λμάνι του Αϊβαλιού, καθώς τα νερά του ρηχά και δεν μπορούσαν να αράξουν μέσα σ’ αυτό. Κατεβάζουν τις σκαμπαβίες και τις φελούκες τους, βάζουν σε μερικές απ’ αυτές μικρά κανόνια και τρέχουν στην ξηρά. Τους δρόμους τους διαφεντεύει κιόλας ο θάνατος, όπως οι Τούρκοι είχανε ξεχυθεί στην πολιτεία καίοντας και σφάζοντας. Τους χτυπάνε οι μαρινάροι μας και τους πισωγυρίζουν. Κι ο λαός ξεχύνεται με την αγωνία της σωτηρίας στην ψυχή και τους μπόγους της προσφυγιάς στο χέρι, στις σκαμπαβίες και στις φελούκες. Φορτωμένες ως τα μπούνια, κουβαλάνε αδιάκοπα στα καράβια μας τη Ρωμιοσύνη που αποζήταγε, για μια ακόμα φορά, να βρει τη σωτηρία στη φυγή.
Μα που να χωρέσουν τόσες χιλιάδες ψυχές; Σε λίγο κινδύνευαν να βουλιάξουν τα καράβια μας από το πλήθος της δυστυχίας που σωριάστηκε σ’ αυτά. Σ’ ένα μονάχα, στον «Αγαμέμνονα» του Τσαμαδού, 870 ψυχές είχαν πλημμυρίσει το πόντε του, τους κοραδούρους του, τ’ αμπάρια του.
Όσοι δεν ήταν πια τρόπος να βρούνε λίγο τόπο στα καράβια μας. Απόμειναν στην ξηρά. Οι άντρες σφάχτηκαν, οι γυναίκες και τα παιδιά πουλήθηκαν και σύρθηκαν στη σκλαβιά και στην ατίμωση. Οι άλλοι που γλύτωσαν σκόρπισαν στα νησιά -Ψαρά. Αίγιαν, Σκύρο, Ύδρα, Σπέτσες. Μαύρη κι άραχλη η ζωή τους στον αχάριστο αγώνα να οικονομήσουν το ψωμί της προσφυγιάς. Ελευθερία, πόσο ακριβά σ’ αγοράζουν οι λαοί! Η μόνη ευτυχία τούτων των δυστυχισμένων στάθηκε, πως πολλοί απ’ αυτούς πολέμησαν το δυνάστη στεριά και θάλασσα.» (Δημήτρη Φωτιάδη, «Η Επανάσταση του ’21″, Αθήνα, εκδ. Μέλισσα, 1971, σελ. 111.)
Οι διωγμοί δεν τελείωσαν με την καταστροφή του Αϊβαλιού αλλά συνεχίστηκαν ως το Δεκέμβριο στη Σμύρνη και στο Κουσάντασι. Μεγάλος αριθμός των κατοίκων αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ιωνία και να καταφύγει στην Ελλάδα. Ως πρώτοι κάτοικοι του Πειραιά, το 1834, καταγράφονται 150 πρόσφυγες από τη Χίο και την Ιωνία. (Λ. Λεοντίδου, Πόλεις της σιωπής. Εργατικός εποικισμός της Αθήνας και του Πειραιά, 1909-1940)
Το 1826 ο Σμυρνιός Ιωάννης Καρόγλου συγκροτεί στην Πελοπόννησο την «Ιώνιο Φάλαγγα». Εφεξής, ένα μέρος των Ιώνων, θα συμμετέχουν συγκροτημένα στην Επανάσταση. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το σχετικό δημοσίευμα της «Γενικής Εφημερίδος της Ελλάδος» στις 24 Ιουλίου 1826, συγκροτήθηκε στο Ναύπλιο δύο μήνες μετά την πτώση του Μεσολογγίου. Σκοπός της Φάλαγγας ήταν «… η εις εν σώμα ένωσις των εις την ελευθέραν Ελλάδα ευρισκομένων και υπό διαφόρους αρχηγούς διεσπαρμένων Ιώνων… δια να κατασταθώσιν ούτω χρησιμώτεροι εις τον υπέρ της ελευθερίας ιερού ελληνικού αγώνα.»
Η Ιώνιος Φάλαγγα εκστράτευσε στη νότια Πελοπόννησο για να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ. Έλαβε μέρος στις μάχες του χωριού Μεχμέταγά και του Μπασαρά, όπου και διακρίθηκε. Το φθινόπωρο του ’26 πολέμησε στην Αττική. Συμμετείχε στις μάχες της Δόμβραινας, της Αράχοβας, του Διστόμου και της Ακρόπολης των Αθηνών. Το ιωνικό αυτό στρατιωτικό σώμα διαλύθηκε το 1827, μετά την αποτυχημένη εκστρατεία του Φαβιέρου στη Χίο. Οι περισσότεροι από τους άντρες του επέστρεψαν στο Ναύπλιο. Αργότερα εντάχθηκαν στις στρατιωτικές ομάδες που οργάνωσε ο Καποδίστριας.
Μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους αρκετοί πρόσφυγες θα επιστρέψουν στις ιωνικές τους εστίες. (Γ. Αναστασιάδη, «Η συμβολή των Μικρασιατών εις την εθνικήν αναγέννησιν», Μικρασιατικά Χρονικά, τεύχ. 1, 1938.)
Ανατολική και Βόρεια Θράκη
Η Θράκη, με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη υπήρξε μια σημαντική κοιτίδα του ελληνισμού. Η γειτνίασή της με τις παραδουνάβιες ηγεμονίες και τη Ρωσία, καθώς και η εκτεταμένη θρακική παραλία της Μαύρης Θάλασσας μετέτρεψαν την Ανατολική και Βόρεια Θράκη σε μεγάλο αιμοδότη των αγώνων. Ο τέταρτος μυημένος στη Φιλική Εταιρεία ήταν ο Αντ. Κομιτζόπουλος από την Φιλιππούπολη. Μεγάλο μέρος των ομογενών της Οδησσού είχε θρακική καταγωγή, όπως ο Μαρασλής από τη Φιλιππούπολη και οι αδελφοί Κουμπάροι από τη Μεσημβρία. Οι παραθαλάσιες πόλεις της σημερινής Βουλγαρίας -Μεσημβρία, Αγχίαλο, Σωζόπολη, Βάρνα- στήριξαν ουσιαστικά τη Φιλική Εταιρεία. Ένα από τα σημαντικότερα Παραρτήματα της Εταιρείας υπήρξε αυτό της Αδριανούπολης.
Επαναστατική κινητοποίηση παρατηρήθηκε σ’ όλο θρακικό χώρο; στις περιοχές Φιλιππούπολης, Αδριανούπολης, Βάρνας, Αγχιάλου, Σωζόπολης, Μεσημβρίας, Μάκρης, Μαρώνεις και Κεσάνης, καθώς και στα ελληνικά χωριά του κόλπου του Σάρου. Θράκες επαναστάτες κινούνταν για να προκαλέσουν μεγαλύτερη εξέγερση κατά των Οθωμανών. Στις 17 Απριλίου 1821 επαναστάτησε η Σωζόπολη. Ο μητροπολίτης Παϊσιος Πρικαίος όρκισε πολλούς επαναστάτες στον περίβολο του ναού του Αγ. Ζωσίμου. Οι Έλληνες επαναστάτες, συνεργαζόμενοι με ένοπλες βουλγαρικές ομάδες συγκρούστηκαν με τους Οθωμανούς. Η αποφασιστική μάχη δόθηκε κοντά στον ποταμό Ροπόταμο, μεταξύ Αγαθούπολης και Σωζόπολης. Οι αριθμητικά υπέρτερες δυνάμεις των Οθωμανών κατενίκησαν τους ανοργάνωτους επαναστάτες. Στις 25 Απριλίου η Σωζόπολη κατελήφθηκε από τον οθωμανικό στρατό. Οι Έλληνες πρόκριτοι μαζί με τον μητροπολίτη, απαγχονίστηκαν στην κεντρική πλατεία.
Στα μέσα του Απριλίου αποκεφαλίστηκαν στην Αδριανούπολη 26 Έλληνες πρόκριτοι, καθώς και ο άλλοτε Αδριανουπολίτης πατριάρχης Κύριλος ο ΣΤ’. Ακόμα και σε μικρά χωριά της Ανατολικής Θράκης πραγματοποιήθηκαν σφαγές. Στις αρχές του Μαϊου του 1821 παρατηρήθηκε μεγάλη επαναστατική κίνηση στην Αίνο, όταν οι Αινίτες κατέλαβαν το κάστρο και αιχμαλώτισαν την οθωμανική φρουρά. Η συμβολή της Αίνου στο ναυτικό αγώνα υπήρξε πολύτιμη, εφόσον η δύναμή της το 1821 ανερχόταν σε 300 καράβια. Αινίτικα καράβια ενίσχυσαν τους Μακεδόνες επαναστάτες στη Χαλκιδική και στον Όλυμπο, αποκλείοντας τα παράλια της Μακεδονίας. Μετά την ανακατάληψη της Αίνου από τους Οθωμανούς, πολλοί κάτοικοι κατέφυγαν στην επαναστατημένη Ελλάδα.
Στον «Ιερό Λόχο» του Αλέξανδρου Υψηλάντη είχαν καταταχθεί νέοι από τη Μεσημβρία και άλλες περιοχές της Θράκης. Συμμετείχαν στα επαναστατικά γεγονότα και έλαβαν μέρος στη μάχη του Δραγατσανίου. Ένας από τους επιζήσαντες ήταν ο εθνικός ευεργέτης Κωνστ. Ξενοκράτης από το Σαμάκοβο της Ανατολικής Θράκης. Ο Αδριανουπολίτης Γεώργιος Παπάς, διασωθείς παρότι τραυματίας, δημιούργησε στη συνέχεια εκστρατευτικό σώμα και κατάφερε να το οδηγήσει στη Νότια Ελλάδα, όπου συμμετείχε σε πολυάριθμες συγκρούσεις. Άλλοι αγωνιστές διέφυγαν μέσω Αυστρίας, από την Τεργέστη.
Σημαντικό κέντρο των Θρακών αγωνιστών υπήρξε η Ερμούπολη της Σύρου. Στην επαναστατημένη Ελλάδα, οι Θράκες μαζί με Θεσσαλούς και Μακεδόνες συγκρότησαν το στρατιωτικό σώμα των Θρακομακεδόνων με επικεφαλής τον Στέφο Βούλγαρη. Η συμβολή των φυγάδων στα επαναστατικά γεγονότα φαίνεται ότι ήταν εξαιρετικά μεγάλη. Ο Κ. Βακαλόπουλος γράφει: «Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι στο μεγάλο στρατόπεδο που είχε σχηματιστεί έξω από την Ακρόπολη στις αρχές του 1827, μόνο 1500 από τους 11.000 συνολικά άντρες κατάγονταν από τη Νότια Ελλάδα. Οι υπόλοιποι, «ίσως και μαχιμώτεροι», ήταν Ηπειρώτες, Θεσσαλοί, Μακεδόνες, Θρακιώτες, Μικρασιάτες, Επτανήσιοι και Κρητικοί.» (Κ. Α. Βακαλόπουλου, Θράκη, Ιστορία του βόρειου ελληνισμού, Θεσσαλονίκη, εκδ. Κυριακίδη, 1990, σελ. 119) αποτελεί ένα μεγαλειώδες κίνημα Στόχος των επαναστατών υπήρξε η συνολική απελευθέρωση του ελληνικού κόσμου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: