Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2010

ΤΕΤΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ, ΓΙ ΑΥΤΟ ΜΑΣ ΦΟΒΟΥΝΤΑΙ.


Το πιο βαθύ σκοτάδι είναι λίγο πριν χαράξει ο ήλιος

Λοιπόν, αδέρφια, διαβάζω την «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» του Φίνλεϋ. Λίγο μισέλληνας ο τύπος, είχε και κάτι νιτερέσα κτηματικής φύσεως, που αθροιζόμενα στο πολιτισμικό σοκ της διάψευσης των αρχαιοελληνικών φαντασιώσεων του, τον έκαναν πικρόχολο έναντι ημών. Περίμενε την μυθική Αρκαδία, σιωπηλούς, γενναίους Σπαρτιάτες και αισθαντικούς Αθηναίους, και βρήκε βρωμοπόδαρους αγριεμένους φουστανελάδες αρβανίτες και άλλους Έλληνες, που σφάζανε στο γόνατο και καυγαδίζανε πάνω απ’ τα λάφυρα.
Όμως, όσο παραμορφωμένα κι αν είναι από την μνησικακία του έναντι κάποιων αγωνιστών, τα φοβερά γεγονότα παρελαύνουν μπροστά στα μάτια σου κι ακόμη κι αυτός δεν μπορεί συχνά να κρύψει τον θαυμασμό του για την αυταπάρνηση και το μαχητικό πνεύμα του αγωνιζόμενου Λαού μας.
Κοντεύουμε να ξεχάσουμε, με την βωδίσια «παιδεία» μας, ότι τούτο το κράτος γεννήθηκε μέσα από μια από τις βιαιότερες, τις πιο άγριες εθνικές επαναστάσεις. Ο Ουάσινγκντον, ο Μπολιβάρ, ο Σαν Μαρτίν, ήταν ωραίοι τύποι αλλά μπροστά στον Κολοκοτρώνη, τον Νικηταρά, τους Τζαβελαίους, τους Μποτσαραίους, τον Γιο της Καλογρηάς και τους συντρόφους τους, ήταν παρθενόπες. Μπροστά στο πάθος και την άγρια βιαιότητα του επαναστατικού μας πολέμου, οι δικές τους επαναστάσεις μοιάζουν με τσάϊ και συμπάθεια.
Ο πόλεμος του Λαού μας ήταν ολοκληρωτικός, αμείλικτος. Λαϊκός, εθνικός και θρησκευτικός. Είναι αλήθεια πως στην Τρίπολη, την Πύλο, το Ναύπλιο, την Αθήνα, όπου οι πολιορκημένοι μουσουλμάνοι – πολλοί από αυτούς ντόπιοι, δικοί μας, εξωμότες – έκαναν συμφωνίες να παραδώσουν τα κάστρα με εγγυήσεις για την ζωή τους, τους πέρασαν διά στόματος μαχαίρας. Ο οργισμένος Λαός κουρέλιασε τις συμφωνίες, δεν χάρισε κάστανο στους δυνάστες, γκρέμισε τα τζαμιά τους κι αφάνισε τους ίδιους. Το «μήτε ένας Τούρκος στον Μωρηά, μηδέ στον κόσμο όλο» γράφτηκε με το γιαταγάνι, με την πάλα και τα λιανοντούφεκα. Κλάψτε ΜΚΟ και σταυραδέρφια του Ερντογάν αλλά έτσι φύγανε από δω τα’ αδέρφια μας οι Τούρκοι, όσοι γλύτωσαν. Οι τραχείς ρουμελιώτες, οι αγέρωχοι Μανιάτες, οι πάνκηδες αρειμάνιοι αρβανίτες (δείτε τις γκραβούρες τους), οι αναθρεμμένοι στον πόλεμο Σουλιώτες, όλος ο πάνοπλος ανώνυμος Λαός από το Μωρηά ως την Ήπειρο και τη Μακεδονία, βοσκοί, αγρότες, κλέφταρματωλοί, έμποροι και καπεταναίοι, όπου επικράτησαν, δεν άφησαν ρουθούνι.
Σοκαρισμένος ο Φίνλεϋ από την έλλειψη πειθαρχίας και το αμείλικτο της βίας. Όμως εδώ δεν είχαμε πρόβλημα με τους δασμούς του τσαγιού, ούτε με τίποτα ομόδοξους και κατ’ ουσίαν ομοεθνείς αποικιοκράτες. Είχαμε στο σβέρκο μας την νοοτροπία των γιων του Ερτογρούλ μπολιασμένη με το Ισλάμ. Έπρεπε να πλύνουμε την Ελευθερία μας στο αίμα.
Εκεί θα τα δείτε όλα τα προτερήματα και τα ελαττώματα μας να πολλαπλασιάζονται στην νιοστή δύναμη. Πάντα το ‘λεγα, αναρχοπατριώτες είμαστε. Ρέμπελοι που ενώνουμε τον ατομισμό μας μπροστά στον κίνδυνο κι έχουμε πάντα με την όποια εξουσία σχέση καχυποψίας κι ελάχιστης ανοχής. Και τότε όμως, όπου στάθηκαν άξιοι αρχηγοί, όπου δώσανε το παράδειγμα, γίνανε θαύματα.
Σε αυτή την ανελέητη Επανάσταση φτάσαμε και στο χείλος του γκρεμού μετά από αλλεπάλληλες έριδες, όργιο λαθών και κακοδιοίκησης, όμως επιβιώσαμε κι απ’ τον χειρότερο εαυτό μας, για να υποδεχτούμε τον πρώτο Έλληνα Αρχηγό του Κράτους στην ελεύθερη Ελλάδα μετά από αιώνες, τον Ι. Καποδίστρια.
Κι όταν όλα κρέμονταν σε μια τρίχα, ένας φθισικός, μαύρος σαν γύφτος, αθυρόστομος και βλάσφημος σαν χαμάλης, που πολεμούσε πάντα έφιππος, όταν δεν τον έκαιγαν οι θέρμες, σάρωσε τους Τούρκους στη Ρούμελη και εκστράτευε στο λιοπύρι ή στο χιόνι. Στις ορεινές αυτές πορείες τον Χειμώνα του 1826 τον κουβαλούσαν τα παληκάρια του σ’ ένα φορείο, ενώ έλειωνε στον πυρετό.
Ενώ ο Ιμπραήμ απειλούσε με εξολόθρευση τους Έλληνες στο Μωρηά, κι ο Κιουταχής πολιορκούσε την Ακρόπολη, ο Καραϊσκάκης διορίστηλε από την επαναστατική κυβέρνηση Αρχιστράτηγος του επαναστατικού Στρατού και ξεκινώντας από το Ναύπλιο με 680 πολεμιστές στις 19-7-1826 πολεμώντας εν πορεία συνεχώς ως τις 23-2-1827, κατάφερε ν’ απελευθερώσει όλη τη Ρούμελη, εκτός από το Μεσολόγγι, την Βόνιτσα και την Ναύπακτο. Αυτός ο μπάσταρδος, που περηφανευόταν «εμένα ωρέ η μάνα μου έφαγε χίλιους για να με κάμει», πολεμώντας αδιάκοπα, κράτησε ζωντανή την φλόγα που άναψαν στο Δραγατσάνι οι μαυροντυμένους φοιτητές, που ‘χαν στο πηλίκιο τους, κάτω από το λοφίο, τη φράση Ελευθερία ή Θάνατος και μια νεκροκεφαλή με χιαστό σχήμα οστών, σύμβολο του ως τον θάνατο αγώνα τους.
Μόνο στην μάχη της Αράχωβας από τους 2000 ένοπλους των Τούρκων, δεν γλίτωσαν ούτε 300. Όταν έπεσε μαχόμενος στο Φάληρο, ίσως από φίλιο χέρι, που όπλισαν οι Άγγλοι ή οι μοιραίοι Φαναριώτες επιβήτορες της νεογέννητης εξουσίας, τον έκλαψε όλο το Έθνος.
Αυτός είναι ο αγαπημένος μου, το κατεξοχήν τέκνο της Επανάστασης, όπως τον αποκαλεί ο σπουδαίος Φωτιάδης.
Αυτός κι ο Νικήτας Σταματελόπουλος, ο Νικηταράς ο Τουρκοφάγος από το Τουρκολέκα του δήμου Φαλασίας, που γεννήθηκε στη Νέδουσα, στους πρόποδες του Ταΰγετου. Πέθανε πάμφτωχος και τυφλός στον Πειραιά το 1849.
Κι αδέρφια, μιλάμε γι’ αληθινούς ανθρώπους, με σάρκα και οστά…
Γιατί τα λέω αυτά σε αυτούς τους καιρούς; Γιατί είναι τέτοιοι οι καιροί.
Γιατί το πιο βαθύ σκοτάδι είναι λίγο πριν χαράξει ο ήλιος.
Γιατί έχουμε Ήρωες, Ιδέες και Σύμβολα.
Δεν ορίσαμε τον τόπο μας τζάμπα. Δεν τον πήραμε αντιπαροχή.
Ναι, δεν είμαστε κράτος – εταιρεία, σαν το Βέλγιο. Είμαστε Έθνος – Κράτος. Πολεμήσαμε και το χτίσαμε. Αν πολεμήσαμε, λέει! Πληρώσαμε το ναύλο μας στην Ιστορία με το αίμα των προπατόρων μας αλλά και με το αίμα των εχθρών μας.
Σοκάρεστε νεοφιλεύθερες και «προοδευτικές» αρσακειάδες; Τα παράπονα σας στον έφιππο της οδού Σταδίου και στον Γιο της Καλογρηάς. Ο δεύτερος θα σας έδινε ως απάντηση, αυτό που θρυλείται πως ήταν μια απ’ τις τελευταίες φράσεις του πριν ξεψυχήσει στη Σαλαμίνα και θα κοκκίνιζαν τα επιχορηγημένα αυτάκια σας. Αν το γράψω θα μπει under moderation.
Σήμερα κυβερνά μια κοτζαμπάσικη ψοφοδεής εξουσία. Ξεχάστε το μοντέρνο επίχρισμα, τις αμερικανιές. Είναι τόσο παλιοί όσο όλα τα «ψοφίμια» που πάντα ευαγγελίζονταν την σωφροσύνη και την υποταγή στους Πέρσες, στους Φράγκους, στους Τούρκους, στους Γερμανούς. ΑΣφέντη δως τους και πάρτους την ψυχή.
Ηλεκτρονική αποκολοκύνθωση και πολυπολιτισμικός μιθριδατισμός. «Σώφρονες», που δεν ματώνουν ούτε νύχι. ΜΚΟ, μεταμοντέρνος νεοφιλεύθερος «σοσιαλισμός» και μόλις τον ξύσεις λίγο, από κάτω είναι σκυφτός ο Χατζηαβάτης.
Αυτή τη φορά δεν χρειάζεται να «σφάξουμε» κανέναν. Μόνο να εξοντώσουμε τον ψοφοδεϊσμό, να γκρεμίσουμε τα «ισλαμικά τεμένη» της πολιτικής ορθότητας, της φοβικής κι άτολμης πολιτικής. Ν’ απλώσουμε τις μπλε διεκδικητικές γραμμές, πέρα από τις αυτονόητες κόκκινες. Γραμμές διεκδίκησης στην ανάπτυξη, στην επανελλήνιση της Παιδείας, στην δυναμική εξωτερική πολιτική.
Παράδειγμα χρειαζόμαστε. Αμείλικτη αποφασιστικότητα. Να ενώσουμε και πάλι τον άναρχο ατομισμό μας σ’ ένα κοινό σκοπό, κάτω μια σημαία. Σημαία έχουμε. Κι Αρχηγό.
Θα πουν κάποιοι, ότι όλα αυτά είναι μαλακίες κι ότι χρειαζόμαστε τεχνοκράτες, ότι εχθρός μας είναι η οικονομική δυσπραγία, η υπανάπτυξη, η θεσμική υστέρηση κι η έλλεψη παραγωγικότητας. Ότι χρειαζόμαστε ένα είδος αρχισαράφη αλλά που να ‘ναι και καλός κομπιουτεράς κλπ.
Λοιπόν, αδέρφια, ακούστε. Η διαφορά της Ιστορίας και της πολιτικής από τα μαθηματικά και τις λοιπές επιστήμες, είναι ότι στην Ιστορία ενίοτε ένα κι ένα κάνουν δυόμιση. Γιατί μπαίνει ο κραταιός κι αστάθμητος παράγων που λέγεται Άνθρωπος, Λαός.
Γι’ αυτό το ηθικό κίνητρο είναι πάντα ισχυρότερο από το υλικό.
Γι’ αυτό η ψυχολογία της κοινωνίας είναι το ήμισυ του παντός ακόμη και στην οικονομία.
Γι’ αυτό χρειάζεται Ηγέτης κι όχι διαχειριστής πολυκατοικίας....

απόσπασμα που αντεγράφη από εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια: