Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2009

Κυριακή ια' Λουκά - η πρόσκληση στην Βασιλεία του Θεού

Ὁ Θεός γεμάτος ἀγάπη προσκαλεῖ ὅλους τους ἀνθρώπους στή βασιλεία του γιά νά χαροῦν τά ἀγαθά της, γι’ αὐτό τήν παρομοιάζει μέ ἕνα ἐπίσημο δεῖπνο.

Παραδόξως, ὅμως, οἱ προσκεκλημένοι Του ἀρνοῦνται τήν πρόσκληση ἐπικαλούμενοι ὁ καθένας χωριστά, τίς ἀσχολίες τους ὅτι δέν τούς ἐπιτρέπουν νά ἀποδεχθοῦν τήν πρόσκληση.

Στενοχωρημένος γιά τήν ἄρνηση αὐτή δίδει ἐντολή νά προσκληθοῦν ὅλοι ἐκεῖνοι πού δέν εἶχαν προσκληθεῖ δίδοντας ὅμως καί τό στίγμα τῆς θέσης ἐκείνων πού ἀρνήθηκαν τήν πρόσκληση.

Ἔτσι τό σημερινό Εὐαγγέλιό μας μίλησε γιά τήν ἄρνηση τῶν ἀνθρώπων, τή δική μας ἄρνηση, νά ἔχουμε σχέση μέ τόν Θεό, ἄρνηση πού παρουσιάζεται σέ κάθε ἐποχή.

Ποῦ ὅμως ὀφείλεται αὐτή ἡ ἄρνηση;

Ἕνας μύθος λέει τά ἑξῆς: «Ἕνας βασιλιάς θέλοντας νά δεῖ τήν ἐξυπνάδα τῶν ὑπηκόων του, τούς ἐρώτησε τί προτιμοῦν νά ζήσουν ἑκατό χρόνια ἀπολαμβάνοντας αὐτή τή ζωή ἤ αἰώνια ἀπολαμβάνοντας ἀνώτερα ἀγαθά; Ἔκπληκτος διαπιστώνει ὅτι ὅλοι οἱ ὑπήκοοι τοῦ ἐπροτίμησαν τά ἑκατό χρόνια ἀπό τήν αἰωνιότητα καί στενοχωρήθηκε γιά τήν ποιότητα τῶν ὑπηκόων του».

Τό ἴδιο περίπου συμβαίνει καί μέ τούς περισσότερους ἀπό ἐμᾶς. Ἐγκλωβισμένοι, ὅπως καί ἐκεῖνοι οἱ ὑπήκοοι, μέσα σέ αὐτό τόν κόσμο καί αἰχμαλωτισμένοι ἀπό τίς ἀπολαύσεις του δέν βλέπουμε τίποτε ἄλλο παρά μόνο αὐτό τόν κόσμο καί τά ὁράματα πού ἔχουμε περιορίζονται μόνο σέ αὐτόν.

Ἔτσι ζητοῦμε στή ζωή μας θέσεις, ἀξιώματα καί πλούτη καί ἀπό τόν Θεό νά προστατεύει τή ζωή μας, νά μᾶς δίνει τήν ὑγεία, ὅταν ἀρρωσταίνουμε καί νά κάνει τό θαῦμα του, ὅταν κυνδινεύει ἡ δική μας ζωή ἤ ἀγαπημένου μας προσώπου.

Πολύτιμο ἀγαθό ἡ ὑγεία, πολύτιμη καί ἡ ζωή καί ἀπαραίτητα ἴσως τά ἄλλα. Κανείς δέν τό ἀμφισβητεῖ. Ὅμως αὐτά εἶναι μικρά ὁράματα καί μάλιστα περιορισμένα σέ αὐτόν μόνο τόν κόσμο.

Μᾶς λείπουν ἑπομένως τά μεγάλα ὁράματα, ὅπως εἶναι ἡ ἁγιότητα στήν ὁποία μας καλεῖ ὁ Θεός καί ἡ αἰώνια ζωή γιά τήν ὁποία πλασθήκαμε, γί αὐτό καί μᾶς λείπουν καί ἡ ἀγάπη μεταξύ μας καί ἡ εἰρήνη καί ἡ δικαιοσύνη, γιατί αὐτά ὑπάρχουν ὅταν ὑπάρχουν τά μεγάλα ὁράματα.

Τό σπουδαιότερο ὅμως ἀπό τήν ἔλλειψη αὐτή εἶναι ὅτι ὄχι μόνο ἡ ζωή μας δέν ἔχει περιεχόμενο, νόημα καί σκοπό ἀλλά καί δέν μποροῦμε νά δώσουμε πνευματικό περιεχόμενο καί νόημα στά μεγάλα μας προβλήματα ὅπως εἶναι ὁ πόνος καί ὁ θάνατος.

Πόσοι ἄραγε ἀπό μας βλέπουν τόν ὁποιονδήποτε πόνο τούς ὡς «φάρμακο» τῆς ψυχῆς καί ἔτσι δρόμο πού ὁδηγεῖ στή τελείωση καί ἁγιότητά μας; Καί πόσοι ἄραγε βλέπουν τό θάνατο ὡς θεοβάδιστο καί ἁγιοβάδιστο δρόμο ἀφοῦ τόν βάδισαν καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας καί ἡ Παναγία μας καί οἱ Ἅγιοί μας, ὁ ὁποῖος ὁδηγεῖ στή θέα τοῦ Θεοῦ καί στήν αἰώνια ζωή;

Προτιμοῦμε τό προσωρινό καί τό πρόσκαιρο ἀπό τό αἰώνιο καί παντοτινό. Μᾶς λείπουν λοιπόν ἤ δέν μᾶς λείπουν τά μεγάλα ὁράματα;

Ἀδελφοί μου, κάποτε ἕνας μοναχός εἶδε τό ἑξῆς ὅραμα. «Βρισκόταν σέ ἕνα στάδιο. Ἐκεῖ ἀπό τήν μία μεριά στεκόταν πολλοί λευκοντημένοι ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη ἀναρίθμητο πλῆθος ἀπό μαύρους Αἰθίωπες πού εἶχαν μαζί τους ἕνα σωματώδη μαῦρο. «Ποιός θά παλέψει μέ αὐτόν;» ἔλεγαν.

Ὅλοι κόμπιαζαν καί ξαφνικά παρουσιάσθηκε ἕνας ὡραῖος νέος κρατώντας στά χέρια τοῦ τρία στεφάνια. Τό πρῶτο ἦταν στολισμένο μέ καθαρό χρυσάφι καί πολύτιμες πέτρες, τό δεύτερο μέ μαργαριτάρια καί τό τρίτο μέ τριαντάφυλλα, κρίνα καί ἄλλα εὐωδιαστά ἄνθη τοῦ παραδείσου τῶν ὁποίων ἡ εὐωδία δέν μποροῦσε νά περιγραφεῖ.

Ὁ μοναχός τά κοίταζε μέ θαυμασμό, λαχταροῦσε νά ἀποκτήσει ἕνα ἀπό τά τρία, γι’ αὐτό καί ἐπλησίασε τό νέο καί τόν ἐρώτησε. «Πόσο τά πουλᾶς; Χρήματα δέν ἔχω, θά πῶ ὅμως στόν Κύριό μου νά σοῦ δώσει ὅσο χρυσάφι θέλεις».

Ὁ νέος τότε χαμογελώντας τοῦ εἶπε: «ὅλο τό χρυσάφι τοῦ κόσμου νά μοῦ φέρεις δέν θά πάρεις οὔτε ἕνα ἄνθος ἀπό τά στεφάνια αὐτά, γιατί μέ αὐτά στεφανώνονται ὅσοι νικοῦν ἐκείνους τούς Αἰθίωπες. Ἄν θέλεις λοιπόν νά ἀποκτήσεις ἕνα στεφάνι πήγαινε νά παλέψεις μέ αὐτόν τόν κατάμαυρο Αἰθίοπα. Θά σοῦ δώσω καί ὅσα ἀλλά θέλεις».

Πῆρε θάρρος ὁ μοναχός καί τοῦ εἶπε: «Θά κάνω ὅπως μου εἶπες, μόνο πές μου τέχνασμα γιά νά τόν νικήσω». Τότε τοῦ λέει στό αὐτί. «Ὅταν σέ στριφογυρίσει στόν ἀέρα μή φοβηθεῖς. Ἅρπαξε τόν σταυρωτά καί μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ νά τόν νικήσεις». Πράγματι ἔτσι ἔκανε. Ὅταν ὄρμισε ὁ Αἰθίοπας καί τόν ἅρπαξε, ὅταν τόν στριφογύρισε στόν ἀέρα ὁ μοναχός τόν ἅρπαξε σταυρωτά καί τόν ἔριξε κάτω ἀναίσθητο. Τότε τόν πλησίασε, ὁ νέος τόν ἀσπάσθηκε καί τοῦ ἔδωσε καί τά τρία στεφάνια λέγοντάς του: «Ἀπό αὐτή τή στιγμή θά εἶσαι φίλος καί ἀδελφός μου. Ἀγωνίσου τόν καλό δρόμο καί ἐγώ θά σοῦ χαρίσω πολλά ἀγαθά στή βασιλεία μου».

Ὁ μοναχός αὐτός ἔγινε κατόπιν ὁ Ἅγιος Ανδρέας ὁ κατά Χριστό σαλός. Ἔβαλε στή ζωή τοῦ μεγάλα ὁράματα. Ἄς βάλουμε κι ἐμεῖς τά ὁράματα τῆς ἁγιότητας καί τῆς αἰώνιας ζωῆς στή ζωή μας γιά νά δώσουμε νόημα καί σκοπό στή ζωή μας καί ἔτσι νά ἀποδεχθοῦμε τήν πρόσκληση τοῦ Κυρίου μας.

Ὁ Θεός μαζί σας

Π.Β.Μ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: